Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χέλμουτ Σμιτ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χέλμουτ Σμιτ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ποιoς Κομμουνισμός; Οι Γερμανικές εκλογές και το φάντασμα της Πρωσίας είναι το κλειδί για το αύριο Ένα προφητικό άρθρο του Ν.Άγουρου στη HuffPost Greece





Η καθυστέρηση που χαρακτηρίζει την δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα έλαβε τραγελαφικές διαστάσεις με αφορμή το περιβόητο συνέδριο στην Εσθονία για τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, φερέλπιδες νέοι βουλευτές και βαριεστημένοι δημοσιογράφοι έσπευσαν να ανέβουν επάνω στη σχεδία για να ανακαλύψουν και να αναμετρηθούν με την ιστορία του 20ου αιώνα. Και θα συμφωνήσω, δεν υπάρχει λόγος να επιστρέφεις στο παρελθόν αν δεν καταφέρεις να ρίξεις λίγο φως στο παρόν. Απλώς στη δική μας περίπτωση το παρελθόν επιστρατεύεται για να συσκοτίζει το παρόν.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επιθυμεί να κατευθύνει την κουβέντα (αφού μπορεί και το κάνει με χαρακτηριστική άνεση) εκεί που τη συμφέρει περισσότερο: σε ένα αχανές πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης με παρωχημένους όρους και ακόμη πιο παρωχημένους πρωταγωνιστές. Το γεγονός, όμως, ότι η Νέα Δημοκρατία συμμετέχει δημιουργικά και ανέμελα στην επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης εγείρει ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα. Ο Νίκος Παππάς θέλησε να απαντήσει προκαταβολικά στο ερώτημα, σχολιάζοντας ότι «η θεωρία των δύο άκρων, ήταν καταφύγιο από τα αδιέξοδα στην οικονομική της πολιτική». Πράγματι, τα αδιέξοδα της κυβέρνησης Σαμαρά την έσπρωξαν να ενεργοποιήσει τη θεωρία των δύο άκρων βοηθώντας τον ΣΥΡΙΖΑ να παίξει μπάλα και να νικήσει σε ένα γήπεδο αντιπαράθεσης που γνωρίζει καλά και που αξιοποίησε με επικοινωνιακή μαεστρία. Επομένως, η αντιπολιτευτική ενασχόληση της Νέας Δημοκρατίας με την επανενεργοποίηση της θεωρίας των δυο άκρων είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν απέτυχε ήδη μια φορά με τον Αντώνη Σαμαρά στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015.
Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι η τάση των κομμάτων μέσα στον Αύγουστο να αφουγκρασθούν την ιστορία και να αποδράσουν από την πραγματικότητα είναι πράγματι τίμια -και μάλιστα σε μια εποχή που η Δύση αντιμετωπίζει την μια κρίση μετά την άλλη και η Ελλάδα- τότε το ιστορικό πεδίο που θα όφειλαν να εστιάσουν την προσοχή τους και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είναι εκείνο της Γερμανίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία υποχωρούν και βρίσκονται εγκλωβισμένες σε φαντασιώσεις ανάκτησης χαμένων μεγαλείων. Τόσο ο Τραμπ όσο και η Μέι υποστήριξαν ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα και η παγκοσμιοποίηση είναι προϊόντα ενός διεθνούς συστήματος ανομίας, που το «τρέχουν» αθέατοι παράγοντες εξουσίας δίχως εθνικές δεσμεύσεις. Από το Κρεμλίνο ο Βλαντιμίρ Πούτιν βλέπει το μεγάλο παιχνίδι να του «βγαίνει», ενώ οι χώρες της Βαλτικής και του Βίζεγκραντ αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος έχουν στραμμένα τα μάτια τους στο Βερολίνο. Ένα από τα διαχρονικά υπαρξιακά ερωτήματα που εξακολουθεί να στοιχειώνει τη Δύση, όταν κοιτάει προς τη Γερμανία (από την εποχή που ο Ιούλιος Καίσαρας επινόησε τους Γερμανούς το 58 π.Χ) είναι αυτό: Eίναι στα αλήθεια οι Γερμανοί σαν και εμάς ή είναι κάποιοι άλλοι; Είναι πράγματι η Γερμανία στην εποχή του Τραμπ το τελευταίο Δυτικό προπύργιο βιομηχανικής ευημερίας και ορθολογικής πολιτικής; Ή έχουν δίκιο οι λαϊκιστές και όσοι πιστεύουν ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ είναι απλώς το όχημα για μια νέα γερμανική ηγεμονία;
Ακριβώς σε ένα μήνα από σήμερα, στις 24 Σεπτεμβρίου, η Γερμανία θα αποφασίσει αν η Μέρκελ παρά τα 12 χρόνια που είναι Καγκελάριος θα αποτελέσει εκ νέου την επιλογή των Γερμανών. Η αληθινή ιστορία της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης θα αρχίσει να ξετυλίγεται το φθινόπωρο του 2017.
Υπάρχουν ιστορικοί που θεωρούν ότι η πρωσική/ναζιστική περίοδος της γερμανικής ιστορίας που είχε διάρκεια από το 1866 μέχρι το 1945 δεν ήταν παρά μια τρομακτική εκτροπή στη συνολική γερμανική ιστορία. Ότι η Πρωσία ως δύναμη αποτέλεσε ένα κατεξοχήν αντι-δυτικό τμήμα της Γερμανίας, το οποίο από το 1525 και έπειτα εκμεταλλεύτηκε τον πλούτο, την βιομηχανία και το εργατικό δυναμικό της νότιας και της δυτικής Γερμανίας, έχοντας ανέκαθεν έναν στρατηγικό στόχο: να ηγεμονεύει την Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής και την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, σε συνεργασία με τη Ρωσία ή ακόμη και σε σύγκρουση με τη Ρωσία, αν χρειαζόταν. Όλα αυτά έληξαν το 1945 με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την εξαφάνιση της Πρωσίας (ως πραγματικής αλλά και μεταφυσικής οντότητας), όταν η Δυτική Γερμανία εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη πολιτική οντότητα.
Η Γερμανία του Κόνραντ Αντενάουερ, του Βίλι Μπραντ και του Χέλμουτ Σμιτ δεν περίμενε εναγωνίως το άλλο της μισό. Ο ιδρυτής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος υποστήριζε μάλιστα αξιωματικά ότι «όποιος κάνει το Βερολίνο πρωτεύουσα της Γερμανίας, θα ξαναζωντανέψει το πνεύμα της Πρωσίας». Όμως το 1991 με την επανένωση των δυο γερμανικών κρατών το Βερολίνο αντικατέστησε την Βόννη και έγινε η πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Υπήρξαν αρκετοί που έσπευσαν να θυμηθούν τον αφορισμό του Αντενάουερ. Και ακόμη περισσότεροι, οι οποίοι είδαν το φάντασμα της Πρωσίας πίσω από την άκριτη απόφαση των Γερμανών να αποδεχθούν ως φυσική πρωτεύουσα τους το Βερολίνο. Όπως και με την συναίνεση τους (και το προτεσταντικό εθνικό καθήκον τους) να επιχορηγήσουν την χρεοκοπημένη Ανατολική Γερμανία, όπως έκαναν παλαιότερα και οι πρόγονοι τους υπό την εξουσία των Γιούνκερ και των Ναζί.




Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου