Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Ναγκόρνο - Καραμπάχ: Γιατί αναζωπυρώθηκε η «παγωμένη» Αρμενο-αζερική σύγκρουση;

H αναζωπύρωση της, «παγωμένης» επί πολλά χρόνια, σύγκρουσης μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του Καυκάσου ως μια επιπλέον ζώνης αστάθειας στην περιφέρεια του «τοξικού γεωπολιτικού παίκτη» που λέγεται Τουρκία.

Αναζωπύρωση μιας παλιάς σύγκρουσης 

Η κλιμάκωση των συνοριακών συγκρούσεων μεταξύ Αρμενίας και Αζεραμπαϊτζάν έλαβε χώρα στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ το πρωί της Κυριακής 27 Σεπτεμβρίου 2020. Ήδη μετρά έναν σημαντικό αριθμό απωλειών και από τις δύο πλευρές. Επίσημα οι νεκροί ανέρχονται στους 23 (εκ των οποίων 16 στρατιώτες) και οι τραυματίες σε τουλάχιστον 100. 

Το Υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας ανακοίνωσε ότι οι Αρμενικές δυνάμεις κατέρριψαν δύο ελικόπτερα του Αζερμπαϊτζάν, 15 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και 10 τεθωρακισμένα οχήματα στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ως απάντηση στην αζερική επίθεση που είχε στόχο οικισμούς αμάχων, περιλαμβανομένης και της περιφερειακής πρωτεύουσας Στεπανακέρτ. 

Από την πλευρά του το Υπουργείο Άμυνας του Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε ότι οι αρμενικές δυνάμεις πυροβόλησαν κατά μήκος της συνοριακής γραμμής και ότι υπήρχαν θύματα μεταξύ των αμάχων. Το Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε επίσης ότι κατέλαβε έξι χωριά που βρίσκονται στα σύνορα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. 

Γενική επιστράτευση των Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ

Ως απάντηση στις εκτεταμένες επιθέσεις των Αζέρων η τοπική κυβέρνηση της, αποσχισμένης από το Αζερμπαϊτζάν, αυτόνομης περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ που υποστηρίζεται από την Αρμενία, κήρυξε στρατιωτικό νόμο και «γενική επιστράτευση» σε όλους τους Αρμένιους άνδρες άνω των 18 ετών

Η Αρμενία ανακοίνωσε ότι το Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησε μια επίθεση προς την κατεύθυνση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ το Μπακού δηλώνει ότι λαμβάνουν μόνο αμοιβαία μέτρα ενάντια στις επιθετικές ενέργειες της Αρμενίας. Ο πρωθυπουργός της Αρμενίας, Νικόλ Πασινιάν, δήλωσε πως εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο Καραμπάχ -κάτι που απέφευγε να κάνει όλα τα προηγούμενα χρόνια- ενώ σχετικά συμβουλεύτηκε και τη Μόσχα, η οποία είναι και ο ισχυρότερος σύμμαχος της χώρας του. Οι επόμενες ώρες και μέρες θα δείξουν αν μια παλιά και «παγωμένη» σύγκρουση μπορεί να επαναφέρει τον πόλεμο στον Καύκασο. Κάτι τέτοιοι μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία και τη Ρωσία σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης καθώς υποστηρίζουν διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα και πλευρές στην περιοχή.

Το ιστορικό της σύγκρουσης και η εύθραυστη εκεχειρία 

Η σύγκρουση μεταξύ Μπακού και Έρεβαν ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1988, όταν η αυτόνομη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ κήρυξε την απόσχισή της από το Αζερμπαϊτζάν. 

Κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης του 1992-1994, στην οποία σκοτώθηκαν 35.000 άτομα και τραυματίστηκαν περίπου 70.000, η Αρμενία νίκησε με τη βοήθεια της Μόσχας και το Αζερμπαϊτζάν έχασε τον έλεγχο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και επτά γειτονικών περιοχών. Μετά το 1994 η αυτοανακηρυγμένος «Δημοκρατία του Ναγκόρνο Καραμπάχ» κατείχε και τον στρατηγικής σημασίας διάδρομο του Βατσίνα, που εξασφαλίζει την εδαφική σύνδεση με την Αρμενία. Επίσης οι Αρμένιοι κατέχουν στο Αζερμπαϊτζάν και δύο μικρές περιοχές ως «εγγύηση», που υποτίθεται πως θα τις επιστρέψουν σε περίπτωση συμφωνίας.  

Οι Αζέροι έφυγαν από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, που έχει έκταση 4.400 τ.χλμ, και πληθυσμό 150.000, Αρμένιοι σε ποσοστό άνω του 90%. Αντίστοιχα ο γειτονικός θύλακας του Ναχιτσεβάν, που ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν, άδειασε από αρμενικούς πληθυσμούς, όπως άλλωστε και η πρωτεύουσα Μπακού και το υπόλοιπο Αζερμπαϊτζάν. Από το 1994 και μετά υπάρχουν de facto στον Καύκασο δύο αρμενικά κράτη. Το ένα επίσημα αναγνωρισμένο, η Αρμενία, και το άλλο μη αναγνωρισμένο, το Ναγκόρνο Καραμπάχ.  

Παρά την κατάπαυση του πυρός οι θάνατοι λόγω ένοπλων συγκρούσεων συνεχίστηκαν, αν και σποραδικά. Οι διαπραγματεύσεις για μια ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης διεξάγονται από το 1992 στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ και της λεγόμενης «πρωτοβουλίας» του Μινσκ, υπό την προεδρία της Ρωσίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας. Μέχρι τώρα όμως δεν οδήγησαν σε επίλυση του προβλήματος, αν και διατήρησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια μια, σχετικά σταθερή, κατάπαυση του πυρός. 

Αρμενία: στριμωγμένη στη μέση

Το Ναγκόρνο Καραμπάχ, δηλαδή το «ορεινό Καραμπάχ», εκτός από τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική του σημασία, χρησιμεύει ως εργαλείο ενεργοποίησης των λεγόμενων «πολιτισμικών πολέμων» στον Καύκασο, μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών. Οι σημερινοί Αρμένιοι, ως απομεινάρια ενός διασπορικού και γενοκτονημένου λαού, θεωρούν ύψιστο καθήκον τους να υπερασπιστούν τις δύο αυτές περιοχές που τους απέμειναν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Στον Κάυκασο ζουν σήμερα περίπου 3,5 εκατομμύρια Αρμένιοι έχοντας ως γείτονες τους στην ανατολή το Αζερμπαϊτζάν, με 10 εκατομμύρια πληθυσμό, και στη δύση την Τουρκία με 84 εκατομμύρια, αν και οι άμεσοι γείτονές τους είναι οι Κούρδοι της Τουρκίας.

Το σημαντικότερο τους πλεονέκτημα είναι ότι έχουν ως προστάτη και σύμμαχό τους μια υπερδύναμη της Ευρασίας, τη Ρωσία, η οποία τους στήριξε και τους στηρίζει, στρατιωτικά αλλά και οικονομικά, στις δύσκολες σχέσεις με τους γείτονες τους. Ως αντάλλαγμα η Αρμενία αποτελεί μια σταθερή βάση και προπύργιο της Μόσχας στον Καύκασο, δίπλα στα πετρέλαια της Κασπίας και μεταξύ Τουρκίας και Ιράν. 

Η Τουρκία στηρίζει τους «αδελφούς Αζέρους»

Από την άλλη πλευρά η Τουρκία και οι Τούρκοι στηρίζουν αναφανδόν το Αζερμπαϊτζάν. Ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ, είπε πως η Άγκυρα θα στηρίξει το Αζερμπαϊτζάν «με όλα της τα μέσα». Ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε σε μήνυμα του στο Twitter πως «ο τουρκικός λαός θα στηρίξει τους Αζέρους αδελφούς μας με όλα μας τα μέσα, όπως πάντα». Ο ίδιος επέκρινε τη διεθνή κοινότητα που δεν «αντέδρασε όπως έπρεπε» απέναντι σε αυτό που αποκάλεσε «επιθετικότητα» της Αρμενίας. Κατηγόρησε μάλιστα τους Αρμένιους ότι «τους χρησιμοποιούν ως μαριονέτες», φωτογραφίζοντας ασφαλώς τη Ρωσία. Το Αζερμπαϊτζάν έχει επίσης πολύ ισχυρούς συμμάχους στη Δύση, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., καθώς τροφοδοτεί την τελευταία με πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τα μεγάλα κοιτάσματά του στην Κασπία θάλασσα.

Η στάση της Μόσχας

Η Μόσχα, από την πλευρά της ζήτησε εκεχειρία και κάλεσε τα μέρη που εμπλέκονται στην σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ να σταματήσουν αμέσως τις συγκρούσεις και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη σταθεροποίηση της κατάστασης. «Η ρωσική πλευρά εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για τις ένοπλες συγκρούσεις ευρείας κλίμακας. Σημειώθηκε ότι είναι σημαντικό τώρα να γίνει ιό,τι είναι δυνατόν για να αποφευχθεί η περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης και να σταματήσουν οι εχθροπραξίες», ανέφερε η υπηρεσία Τύπου του Κρεμλίνου. 

Η Ρωσία δεν επιθυμεί για την ώρα το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στην Υπερκαυκασία καθώς θα έχει άμεση επίδραση στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς π.χ. Τσετσένους και Κιρκάσιους, που κατοικούν στο βόρειο Καύκασο ο οποίος θεωρείται και το «μαλακό υπογάστριο» της. Αν όμως χρειαστεί να εμπλακεί δεν έχει άλλη επιλογή από το να στηρίξει την Αρμενία, που είναι ουσιαστικά ένα μεγάλο «προτεκτοράτο» της μεταξύ Τουρκίας και Ιράν.

Η στάση της Ευρώπης και της Γαλλίας

Το ίδιο ζήτησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας έκκληση για τερματισμό των εχθροπραξιών και «άμεση επιστροφή στις διαπραγματεύσεις». Έχει σοβαρούς λόγους να το ζητά αυτό. Η Ευρώπη εφοδιάζεται, ως γνωστόν, με υδρογονάνθρακες από την Κασπία μέσω Αζερμπαϊτζάν, Γεωργίας και Τουρκίας (πετρελαιαγωγός Μπακού-Τσειχάν και αγωγός φυσικού αερίου ΤΑP, στον οποίο συμμετάσχει και η Ελλάδα).

Η εκπρόσωπος Τύπου του γαλλικού ΥΠΕΞ Ανιές μπον ντε Μουλ, επισήμανε ότι «η Γαλλία ανησυχεί πολύ για την αντιπαράθεση». Υπόψιν η Γαλλία φιλοξενεί τη μεγαλύτερη, εκτός Ρωσίας, αρμενική κοινότητα στην Ευρώπη, η οποία αριθμεί στη χώρα περί τα 600.000 μέλη, αποτελώντας ένα υπολογίσιμο «λόμπι» που επηρεάζει τη γαλλική εξωτερική πολιτική π.χ. η πρόσφατη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από το γαλλικό κοινοβούλιο, η οποία εξόργισε την Άγκυρα.

Θα ενεργοποιηθεί και το ευρύτερο ντόμινο αστάθειας; 

Η αναζωπύρωση αυτής της παλιάς σύγκρουσης στον Καύκασο, με την άμεση ή έμμεση εμπλοκή της Ρωσίας και της Τουρκίας και τη Δύση στο ρόλο του παρατηρητή, ενέχει τον κίνδυνο να ενεργοποιήσει ένα ντόμινο αστάθειας παρασύροντας τη Γεωργία (νότια Οσετία και Αμπχαζία), το Κουρδιστάν, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία και φτάνοντας μέχρι την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Λιβύη, μη αφήνοντας απ' έξω την Ουκρανία και τα Βαλκάνια. Γι' αυτό και χρειάζεται πολύ προσοχή και άμεση δράση για την εδραίωση της κατάπαυσης του πυρός. Μια πυρκαγιά πρέπει να σταματάει στο ξεκίνημά της, διαφορετικά θα σταματήσει από μόνη της αφού όμως πρώτα κάψει τα πάντα.

Πηγή

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Google, η ιστορία της εταιρείας που άλλαξε τον κόσμο



Η φράση «googlαρέ το» ακούγεται εδώ και αρκετά χρόνια κάθε φορά που τίθεται ένα ερώτημα και κανείς από την παρέα δεν ξέρει ή δεν θυμάται την απάντηση. Εξάλλου αποτελεί και την εύκολη λύση. Δεν το ξέρεις; Googlαρέ το! Δεν το θυμάσαι; Googlαρέ το!

 

Η Google χρειάστηκε μόλις δυο δεκαετίες για να γίνει - κατά κοινή ομολογία - η εταιρεία που άλλαξε τον κόσμο. Ποια είναι όμως η ιστορία της; 

Το ταπεινό ξεκίνημα

Το ξεκίνημα ήταν μάλλον ταπεινό. Ουσιαστικά τα πάντα άρχισαν από ένα φοιτητικό πρότζεκτ στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια. 

Πριν από το Google υπήρχαν βέβαια μηχανές αναζήτησης αλλά πλέον έχουμε ουσιαστικά ξεχάσει πόσο δύσκολο ήταν να λάβει κανείς τα αποτελέσματα που πραγματικά χρειαζόταν. 

Πίσω στο 1998, για παράδειγμα, αν πληκτρολογούσες τη λέξη «αυτοκίνητα» στο Lycos - που τότε ήταν μια από τις κορυφαίες μηχανές αναζήτησης - στις απαντήσεις που θα λάμβανες οι περισσότερες θα αφορούσαν σελίδες με πορνό. 

Αυτό συνέβαινε γιατί οι σελίδες πορνό φρόντιζαν να χρησιμοποιούν πολλές λέξεις που ήταν δημοφιλείς στις αναζητήσεις, όπως «αυτοκίνητα», σε κείμενα και σημεία κλειδιά. Ο αλγόριθμος της Lycos λοιπόν «διαβάζοντας» τι λέξεις σε έστελνε στις σελίδες αυτές. Στην εποχή της Google αυτό φαντάζει γελοιωδώς απλοϊκό. 

Πηγαίνοντας πίσω στην αρχή πάντως, οι ιδρυτές της Google, Λάρυ Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν (φωτογραφία), αρχικά δεν ενδιαφέρονταν για την ανακάλυψη ενός καλύτερου τρόπου αναζήτησης. 

Το κίνητρο

Το κίνητρο ήταν πιο επιστημονικό. Στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο πιο συχνά γίνεται επίκληση μιας δημοσίευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η αξιοπιστία της. Οι Πέιτζ και Μπριν συνειδητοποίησαν λοιπόν ότι αν μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο για να αναλύουν όλες τις συνδέσεις στον εκκολαπτόμενο παγκόσμιο ιστό του διαδικτύου θα μπορούσαν να κατατάξουν κάθε σελίδα ανάλογα με την αξιοπιστία της σε συγκεκριμένα θέματα. 

Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να «κατεβάσουν» ολόκληρο το διαδίκτυο. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο καθώς κατέληξε σε υπερφόρτωση των σέρβερ του Πανεπιστημίου και στην σφοδρή αντίδραση των webmasters. Παρ’ όλα αυτά όμως κι ενώ οι Πέιτζ και Μπριν δούλευαν πάνω στον αλγόριθμό τους, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι είχαν ανακαλύψει έναν πολύ καλύτερο τρόπο αναζήτησης στο διαδίκτυο. 

Οι ιστοσελίδες πορνό με τις πολλές αναφορές στη λέξη «αυτοκίνητα», δεν παίρνουν ούτε αναφορές, ούτε λινκς από σελίδες που αφορούν τα αυτοκίνητα. Έτσι ψάχνοντας πια στη Google για «αυτοκίνητα» καταλήγεις σε σελίδες που αφορούν τα αυτοκίνητα.  

Το ξεπέταγμα 

Από κει τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι Πέιτζ και Μπριν προσέλκυσαν πολύ γρήγορα επενδυτές και από ένα φοιτητικό πρότζεκτ κατέληξαν στην ίδρυση μια ιδιωτικής εταιρείας στις 4 Σεπτεμβρίου του 1998. Πλέον είναι μια από τις μεγαλύτερες του κόσμου, φέρνοντας κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων. 

Τα πρώτα χρόνια, ωστόσο, οι Πέιτζ και Μπριν έχασαν πολλά χρήματα χωρίς να γνωρίζουν πως και αν θα τα πάρουν πίσω. Δεν ήταν οι μόνοι. Στην εποχή της άνθησης του dotcom, μετοχές σε ζημιογόνες εταιρείες του διαδικτύου διαπραγματεύονταν σε παράλογες τιμές, με την προοπτική ότι τελικά θα κατέληγαν σε βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. 

Διαφημίσεις pay-per-click

Η Google βρήκε το μοντέλο της το 2001: Διαφημίσεις pay-per-click. Οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν την Google όταν κάποιος κάνει κλικ μέσα από την ιστοσελίδα τους, αφού έψαξε για συγκεκριμένους όρους. Η Google εμφανίζει τις διαφημίσεις των μεγαλύτερων πλειοδοτών μαζί με τα οργανικά αποτελέσματα αναζήτησης. 

Από την πλευρά του, ο διαφημιζόμενος πληρώνει όταν φτάσει τον αριθμό των ανθρώπων που έχει συμφωνηθεί ότι θα επιδείξει ενδιαφέρον για το προϊόν του. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από το να πληρώνεις για να διαφημιστείς σε μια εφημερίδα. 

 

Κι αυτό γιατί ακόμη κι αν το αναγνωστικό της κοινό ταιριάζει με το δημογραφικό στόχο του διαφημιζόμενου, αναπόφευκτα οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δουν την καταχώρηση της εφημερίδας δεν θα ενδιαφερθούν γι’ αυτό. 

Τα διαφημιστικά έσοδα των εφημερίδων έχουν καταποντιστεί. Ο αγώνας των μέσων μαζικής ενημέρωσης για νέα επιχειρηματικά μοντέλα είναι προφανέστατα ένας οικονομικός αντίκτυπος της μηχανής αναζήτησης της Google. 

Ο χρόνος είναι… χρήμα

H Google απέκτησε την αξία της βασιζόμενη σε κάτι που αντιστοιχεί με το χρήμα. Το χρόνο. «Ο χρόνος είναι χρήμα», λέει η έκφραση κι αυτό έβαλε σε εφαρμογή η εταιρεία, την εξοικονόμηση χρόνου. 

Οι διάφορες μελέτες δείχνουν ότι το googling είναι τρεις φορές πιο γρήγορο από την εύρεση πληροφορικών σε μια βιβλιοθήκη - ακόμη κι αν αφαιρέσει κανείς τον χρόνο που χρειάζεται για να πάει εκεί. Ομοίως η εύρεση μιας επιχείρησης on line γίνεται τρεις φορές πιο γρήγορα απ’ ότι αν χρησιμοποιήσει κανείς έναν Χρυσό Οδηγό. 

Ως ακόμη ένα πλεονέκτημα εκτιμάται η διαφάνεια των τιμών - όπως είναι ο σχετικός οικονομικός όρος. Το γεγονός δηλαδή ότι μπορείς να μεταβείς σε ένα κατάστημα, να βρεις  ένα προϊόν, να το αναζητήσεις στο Google και να δεις αν είναι αλλού διαθέσιμο σε καλύτερη τιμή. Αυτό είναι κάτι ενοχλητικό για το μαγαζί αλλά χρήσιμο για τον πελάτη. Επίσης μέσω Google μπορεί να εντοπίσει κανείς πολύ περισσότερα προϊόντα, αφού τα φυσικά καταστήματα περιορίζονται σε ευπώλητα προϊόντα. 

Φυσικό μονοπώλιο; 

Μια αξιοπρεπής μηχανή αναζήτησης καθιστά εύκολο να βρεις ένα προϊόν ακόμη και στην περίπτωση που αναζητάς «βελόνα στα άχυρα», πράγμα που επέτρεψε την αύξηση των online καταστημάτων που προσφέρουν μεγαλύτερη ποικιλία. 

Οι πελάτες με ειδικές επιθυμίες είναι πιο πιθανό να βρουν ακριβώς αυτό που θέλουν απ’ ότι αν πάνε στο πλησιέστερο τοπικό κατάστημα ή σούπερ μάρκετ. Και οι επιχειρηματίες μπορούν να πλασάρουν πολύ εξειδικευμένα προϊόντα, πιο σίγουροι ότι θα βρουν αγορά. Αυτό ακούγεται σαν μια εξαιρετική είδηση για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. 

Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. 

Η Google κυριαρχεί στην αγορά αναζήτησης καθώς χειρίζεται το 90% των αναζητήσεων σε όλο τον κόσμο. Οι επιχειρήσεις βασίζονται στην κατάταξη τους στην Google ιδιαίτερα αναφορικά με τα οργανικά αποτελέσματα της αναζήτησης. Και η Google ελέγχει τον αλγόριθμο που τα αποφασίζει. 

Η Google δίνει μερικές συμβουλές για το πως θα αναζητούμε κάτι σωστά αλλά δεν υπάρχει διαφάνεια για το πως κατατάσσονται τα αποτελέσματα. Γιατί κάτι τέτοιο θα πρόδιδε πληροφορίες με τις οποίες θα μπορούσε κανείς να ξεγελάσει το σύστημα. Κι έτσι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στην εποχή που αναζητούσαμε «αυτοκίνητα» και καταλήγαμε σε σελίδες «πορνό». 

Υπερεξουσία 

Δεν χρειάζεται να ψάξετε πολύ on line, στην ίδια την Google, για να βρείτε ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και σύμβουλους στρατηγικής αναζήτησης που να εξεγείρονται απέναντι στην εξουσία της εταιρείας να τους «φτιάξει» ή να τους «καταστρέψει». Αν η Google αποφασίσει ότι η τακτική σας δεν της κάνει, μπορεί να σας υποβαθμίσει. 

Ένας blogger καταγγέλλει ότι η Google είναι «δικαστής, ένορκος και δήμιος». «Μπορεί να τιμωρηθείτε για παραβίαση των κανόνων της, χωρίς να γνωρίζετε ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες», λέει. 

Το να προσπαθήσεις να καταλάβεις πως θα ευχαριστήσεις τον αλγόριθμο της Google είναι μάλλον σα να προσπαθείς να κατευνάσεις μια παντοδύναμη, ιδιότροπη και τελικά άγνωστη θεά. 

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα αποτελέσματα στην κορυφή της Google είναι χρήσιμα σε όσους ψάχνουν. Όμως την ίδια ώρα, η τύχη είναι σκληρή για όσους κατατάσσονται χαμηλότερα. Κι αν τα αποτελέσματα αυτά σταματήσουν να είναι χρήσιμα, τότε κάποιοι άλλοι φοιτητές του Στάνφορντ θα εντοπίσουν το κενό στην αγορά και θα ανακαλύψουν έναν καλύτερο τρόπο αναζήτησης. Σωστά; 

Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Η αναζήτηση ήταν ένας ανταγωνιστικός τομέας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αλλά τώρα, αποτελεί ένα φυσικό μονοπώλιο, με άλλα λόγια, μια βιομηχανία στην οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει ένας ανταγωνιστής. 

Ο λόγος; Ο καλύτερος τρόπος για να βελτιώσει κανείς τη χρησιμότητα των αποτελεσμάτων αναζήτησης είναι να αναλύσει σε ποιες συνδέσεις έχουν γίνει κλικς από τους ανθρώπους που έκαναν στο παρελθόν την ίδια έρευνα, καθώς και τι έχουν αναζητήσει οι χρήστες στο παρελθόν. 

Και η Google έχει πολύ περισσότερα δεδομένα από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό δείχνει ότι η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να διαμορφώνει την πρόσβασή μας στη γνώση για τις επόμενες γενιές. 

Με πληροφορίες από το BBC

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Η απαγόρευση του οπίου: Από φαυλότητα, έγκλημα

 

H κατανάλωση οπίου ήταν κάποτε μια ανεκτή συνήθεια στη Νοτιοανατολική Ασία. Δεν ήταν παγκοσμίως αποδεκτή, αλλά δεν ήταν επίσης το απόλυτο κακό. Οι βασιλιάδες απαγόρευαν το όπιο, ωστόσο τα βασιλικά στρατεύματα μπορούσαν να λαμβάνουν προμήθειες, που κρίνονταν απαραίτητες για το ηθικό τους. 

Οι θρησκευτικές αρχές απαγόρευαν το ναρκωτικό, αλλά ένας βουδιστής μοναχός στη Βιρμανία θα μπορούσε νόμιμα να το χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια τελετουργιών τατουάζ. Το όπιο ήταν ένας «απειλητικός φίλος» για τους κατοίκους της Ιάβας, που θα μπορούσε αμέσως να τους οδηγήσει στην εξαθλίωση και να απαλύνει τον πόνο και τις δυσφορίες της ζωής. Σε όλο το αρχιπέλαγος της Μαλαισίας, οι πρεσβύτεροι των χωριών αποδοκίμαζαν τους καπνιστές οπίου ως τεμπέληδες και απαθείς, την ίδια στιγμή που στις κοινότητες τους κάπνιζαν όπιο σε ιδιωτικές κατοικίες, σε δημόσιες συγκεντρώσεις για να απολαύσουν αυτό που ένας Ευρωπαίος επισκέπτης αποκάλεσε ως «ένα γαργαλητό στο αίμα, μια ονειρεμένη απόλαυση... που δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ευχαρίστηση πάρα πολύ μεγάλη για την ανθρώπινη φύση να την αντέξει».

Η Ντιάνα Κιμ, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν και συγγραφέας του βιβλίου Empires of Vice: The Rise of Opium Prohibition Across Di Southeast Asia (2020), παρουσιάζει στο aeon, μια αναδρομή στην ιστορία του οπίου, η χρήση του οποίου από φαυλότητα κατέληξε να χαρακτηριστεί έγκλημα. Ιστορία που εξελίσσεται παράλληλα με αυτή για την εξουσία της γραφειοκρατίας.

Η θέση του οπίου στην καθημερινή ζωή

Για αιώνες, η θέση του οπίου στην καθημερινή ζωή σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία είχε διαμορφωθεί μέσω ποικίλων πολιτικών, νομικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών πρακτικών, οι οποίες καθιέρωσαν επίσης τα όρια της παράβασης με ευέλικτους τρόπους. Το κάπνισμα οπίου ήταν μια πρακτική με πολλές εφαρμογές - από αναλγητικό, θεραπευτικό φάρμακο και αφροδισιακό έως μια διεφθαρμένη συνήθεια και ανήθικη ευχαρίστηση. Η συνήθεια δεν ήταν απαραιτήτως διαδεδομένη, παρ’ όλα αυτά ήταν εκτεταμένη, ικανή να αγγίξει τις ζωές των ισχυρών και των πράων, των ευσεβών και των βλάσφημων, των πλουσίων και των φτωχών. Το ίδιο το όπιο θα μπορούσε να είναι «ταυτόχρονα πλουσιοπάροχο και να καταβροχθίζει τα πάντα, φιλεύσπλαχνο και καταστρεπτικό, υποστηρικτικό κι εκδικητικό», όπως ο Ινδός μυθιστοριογράφος Amitav Ghosh το έθεσε στο βιβλίο «Θάλασσα από παπαρούνες» (2014 - Καστανιώτης).

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η συνήθεια κατανάλωσης οπίου έγινε ένας πυλώνας πάνω στον οποίο κυβερνούσαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που αποίκησαν τη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτοκρατορίες εμπορευματοποίησαν την πώληση του οπίου και ίδρυσαν αποικίες, που επωφελήθηκαν πάρα πολύ από την ευρεία κατανάλωση της ουσίας. Το 1819, μετά την ίδρυση της Σιγκαπούρης ως βρετανικής αποικίας, ο επικεφαλής διοικητικός αξιωματούχος William Farquhar καθιέρωσε ένα φόρο καλλιέργειας οπίου, που, μέχρι τη δεκαετία του 1850, αντιπροσώπευε πάνω από το 50% των τοπικά εισπραχθέντων εσόδων. Οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν τα έσοδα από το όπιο για να πληρώνουν το ρεύμα για το φάρο Horsburgh στη Σιγκαπούρη και για να συντηρούν τις πολυσύχναστες αποβάθρες του πολύτιμου λιμανιού και τη σημαντική ναυτική βάση. Στις Φιλιππίνες, το όπιο συνέβαλε στη διατήρηση του ισπανικού αποικιακού συστήματος δικαιοσύνης, παρέχοντας μισθούς σε όλους, «από τους ειρηνοδίκες μέχρι τους κτηματολόγους και τους συμβολαιογράφους». Από τα ολλανδικά καπνοπωλεία της Σουμάτρας και τα ορυχεία αργύρου της Βιρμανίας μέχρι τα ορυχεία κασσίτερου και τις φυτείες πιπεριού της Μαλαισίας, καταστήματα οπίου λειτουργούσαν επιτόπου, παρέχοντας στους εργάτες εύκολη πρόσβαση στο ναρκωτικό. Στη Σαϊγκόν, οι Γάλλοι διηύθυναν ένα εργοστάσιο παραγωγής οπίου με, όπως το περιέγραψε ο Γάλλος γιατρός Angélo Hesnard, «τεράστιες αίθουσες διάχυτες με την διαβόητη οσμή της "βραστής σοκολάτας"». Το εργοστάσιο προμήθευε το ναρκωτικό για καθημερινή κατανάλωση σε όλο το Βιετνάμ, την Καμπότζη και το Λάος.

Ωστόσο, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η μυρωδιά του οπίου απέκτησε μια δυσωδία. Το όπιο μετατράπηκε από μια δικαιολογημένη πηγή δημοσίων εσόδων σε έναν ολέθριο κίνδυνο, που καμία αξιοσέβαστη αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει ως βάση εσόδων. Αποικιακά κράτη σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία άρχισαν να περιορίζουν την κατανάλωση οπίου δημιουργώντας μητρώα εξαρτημένων, συστήματα διανομής και ελέγχους τιμών. Οι καταστηματάρχες οπίου αντιμετώπισαν περιορισμούς αναφορικά με το σε ποιούς μπορούσαν να πουλήσουν το προϊόν τους, σε ποιά τιμή, σε ποιές ώρες της ημέρας, ενώ πολλοί πωλητές είδαν τις επιχειρήσεις τους να περνούν στον έλεγχο των αρχών, που είχαν εκδώσει τις άδειες πώλησης. Βαριές ποινές επιβλήθηκαν στους παραβάτες των νέων κανονισμών κατά του οπίου. Οι αυτοκρατορίες, που μοιράζονταν την περιοχή, υποσχέθηκαν να τερματίσουν τελικά το εμπόριο του οπίου εντελώς. Τέλος, το 1943, οι Βρετανοί, οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι ανακοίνωσαν επίσημα την απόφασή τους ν’ απαγορεύσουν εντελώς το κάπνισμα οπίου στις αποικίες τους.

Η αξιοσημείωτη αντιστροφή του οπίου σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία - από φορολογικό θεμέλιο σε απαγορευμένο σύμβολο της ανυποληψίας - δεν είναι συχνά αντιληπτή, αλλά είναι ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης ιστορίας. Συνήθως, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται αυτοκρατορίες και όπιο στην Ασία, επικεντρώνονται στη βρετανική Ινδία και την Κίνα, ειδικά τις εμπορικές σχέσεις τους και τους μεγάλους πολέμους οπίου του 1839-42 και 1856-60. Υπάρχουν εικόνες ενός ευτραφή Μανδαρίνου επί δυναστείας Τσίνγκ, που εξευτελίζεται από έναν ευρωπαίο αξιωματικό του ναυτικού ή έναν εξασθενισμένο Κινέζο καπνιστή οπίου, να μαραζώνει σε ένα σκοτεινό κρησφύγετο οπίου του Σαν Φρανσίσκο. Το 1928, ο Άγγλος συγγραφέας Rudyard Kipling περιέγραψε τις εσωτερικές λειτουργίες του εργοστασίου οπίου Ghazipur, το οποίο μεταμόρφωσε τα τεράστια χωράφια παπαρούνας του Benares «στο φάρμακο, το οποίο αποφέρει τόσο πολύ πλούτο στην ινδική κυβέρνηση».

Τις ιστορικές αλλαγές των «λανθασμένων» πρακτικών, όπως το γεγονός ότι μια χώρα επιβάλλει σε μια άλλη τη μαζική κατασκευή ενός ναρκωτικού με σκοπό το κέρδος της πρώτης, τις οφείλουμε στους ηθικούς σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους εμπνευσμένους από την θρησκεία κοινωνικούς μεταρρυθμιστές, που έπεισαν τις ισχυρές δυνάμεις ότι το όπιο αποτέλεσε μια απαράδεκτη ηθική μάστιγα. Κι έτσι, ο κόσμος κατανόησε καλύτερα τους κινδύνους του εθισμού στα οπιούχα και τα κράτη συνεργάστηκαν για να προστατεύσουν την ανθρωπότητα από αυτό.

Αυτή η γνωστή ιστορία δεν είναι τόσο εσφαλμένη όσο είναι ελλιπής. Αφηγείται τη θριαμβευτική ιστορία της απαγόρευσης του οπίου με επίκεντρο την Κίνα, την Ινδία και την παρακμή του εμπορίου του. Αλλά υπάρχει μια πιο σκοτεινή ιστορία για τη Νοτιοανατολική Ασία, σχετικά με τον βασανιστικό τρόπο με τον οποίο τα αποικιακά κράτη, εθισμένα στα έσοδα από το όπιο, σταμάτησαν τη συνήθεια. Σε αντίθεση με την Ινδία, που ήταν υπό βρετανική κυριαρχία, η Νοτιοανατολική Ασία αποικιοποιήθηκε από πολλές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, που φορολόγησαν κι επωφελήθηκαν από την κατανάλωση του ναρκωτικού από τους ντόπιους κι όχι από την καλλιέργεια, την παραγωγή και την εξαγωγή του. Σε αντίθεση με την Κίνα, η μαζική εκλαΐκευση του οπίου σημειώθηκε στη Νοτιοανατολική Ασία υπό ξένη κυριαρχία. Οι Βρετανοί, οι Ολλανδοί, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί δικαιολόγησαν την εμπορευματοποίηση του οπίου ότι εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των αυτοχθόνων πληθυσμών καθώς και των Κινέζων και Ινδών μεταναστών, που βοήθησαν στην οικοδόμηση και τη διατήρηση μεγάλων αποικιοκρατικών βιομηχανιών. Με το να απαγορεύουν οι ίδιες δυνάμεις το ναρκωτικό συνεπάγονταν την αντιστροφή των οικονομικών θεμελίων της αποικιακής διακυβέρνησης στο εξωτερικό. Πώς ήταν δυνατόν αυτό;

Οι βασικοί πρωταγωνιστές ήταν απλοί γραφειοκράτες, που τοποθετήθηκαν στη Νοτιοανατολική Ασία για να διευθύνουν τις αποικίες. Κάνοντας αυτό που κάνουν οι αξιωματούχοι μεσαίου και χαμηλού επιπέδου σε καθημερινή βάση – εφαρμόζοντας πολιτικές, κρατώντας αρχεία – αναδιαμόρφωσαν τις εσωτερικές λειτουργίες των αποικιών, που σχετίζονταν με το όπιο. Είδαν το κάπνισμα οπίου ως ύποπτη συμπεριφορά, ενώ χώριζαν τους ανθρώπους ως συνήθεις καταναλωτές οπίου, τοξικομανείς και τελικά εγκληματίες. Ακύρωσαν συμφωνίες με επιχειρηματίες, που είχαν εισαγάγει όπιο για να προμηθεύσουν εργοστάσια οπίου, και επανέκδοσαν επίσημες συμβάσεις μόνο για λίγους εκλεκτούς, ενώ επεσήμαναν τους υπόλοιπους ως λαθρέμπορους. Τέτοιες μικρές πράξεις διοικητικής προσαρμογής ήταν η βάση μιας μεγάλης και αργής διαδικασίας απαγόρευσης του οπίου.

Είναι εύκολο να υποτιμούμε τους τοπικούς αξιωματούχους και το πεζό τους έργο. Μπορεί να φαίνεται σαν να εφάρμοζαν απλώς οδηγίες από τη μητροπολιτική Ευρώπη ή ότι απλά έδιναν συγκεκριμένη μορφή στην αφηρημένη αποφασιστικότητα των πολιτικών, ανώτερων γραφειοκρατών, διπλωματών και άλλων ανώτερων στελεχών της αυτοκρατορίας. Αλλά αυτό θα ήταν ένα σοβαρό λάθος. Η έρευνά δείχνει πώς οι τοπικοί αξιωματούχοι έκαναν έντονες διακρίσεις, που επηρέασαν την πορεία της ιστορίας. Μελετώντας τα διοικητικά αρχεία των βρετανικών και γαλλικών μονοπωλίων οπίου για αποικίες, που είναι η σημερινή Καμπότζη, το Λάος, η Μαλαισία, η Μιανμάρ, η Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ, φαίνεται πώς αυτοί οι γραφειοκράτες σχεδίασαν μεταρρυθμίσεις κατά του οπίου, που ξεπέρασαν κατά πολύ τους ανωτέρους τους, τους σταυροφόρους της ηθικής ή τη διεθνή κοινότητα. Αυτοί οι κρατικοί παράγοντες ανέπτυξαν συνηθισμένες φιλοσοφίες σχετικά με το πώς πρέπει να διοικείται ένα κράτος, τη νομιμότητα της εξουσίας του καθώς και τη φύση της ανηθικότητας και την κατάλληλη ρύθμισή της. Βασίστηκαν στις συσσωρευμένες διοικητικές γνώσεις τους και τις απόψεις τους σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο διαχείρισης της κατανάλωσης οπίου ως ιδιόμορφης ανηθικότητας μεταξύ άλλων.

Η περίπτωση Σμίτον

Ο Ντόναλντ Μακένζι Σμίτον ήταν Βρετανός γραφειοκράτης, που είχε τοποθετηθεί στη Βιρμανία από το 1879. Υπολόγισε ότι σχεδόν το 11% του πληθυσμού της Κάτω Βιρμανίας επλήγη από το κάπνισμα οπίου. Ο Σμίτον χρησιμοποίησε τον όρο «ηθικά κατεστραμμένοι» για να κατηγοριοποιήσει τέτοια αποικιακά θέματα. Αυτή η αλλαγή του λόγου και οι ποσοτικές εκτιμήσεις του Σμίτον για τις επιπτώσεις του οπίου, θα διαδραματίσουν ισχυρό ρόλο στην καθοδήγηση του βρετανικού αποικιακού κράτους προς την απαγόρευση της λαϊκής κατανάλωσής του το 1894, την πρώτη μεταρρύθμιση κατά του οπίου σε μια ευρωπαϊκή αποικία στη Νοτιοανατολική Ασία.

Ο Σμίτον ξεκίνησε υπολογίζοντας τον αριθμό των χρηστών οπίου στη περιοχή δικαιοδοσίας του, χρησιμοποιώντας δύο πηγές: στατιστικά αρχεία από τις φυλακές της Βιρμανίας από τη δεκαετία του 1870 και μια έρευνα σε ολόκληρη την αποικία για τους χρήστες οπίου. Με βάση αυτά τα επίσημα αρχεία, ο Σμίτον εκτίμησε ότι υπήρχαν περίπου 85.000 ενήλικοι Βιρμανοί άνδρες, που χρησιμοποιούσαν όπιο, το οποίο ήταν λιγότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού. Υποστήριξε, όμως, ότι ο αριθμός αυτός έδειχνε μόνο τους «πιο διαβόητους καταναλωτές». Ο Σμίτον ήταν ένας αξιωματούχος, που έδινε σημασία σε αυτό που πίστευαν οι συνάδελφοί του, όπως ο επίτροπος του Αρακάν που είχε «μακρά και στενή γνωριμία με την επαρχία και τον λαό της Βιρμανίας που είχε καταμετρηθεί για την έρευνα». Ο επίτροπος ήταν «πεπεισμένος ότι ο αριθμός των ατόμων, που καταναλώνουν όπιο, είναι πολύ υψηλότερος». Ο Σμίτον συμφώνησε.

Έτσι, ο Σμίτον διπλασίασε την εκτίμησή του: το ποσοστό του πληθυσμού της Βιρμανίας που κατανάλωνε τακτικά όπιο έγινε 2%.

Στη συνέχεια, ο Σμίτον ήθελε να κατανοήσει τον αντίκτυπο της κατανάλωσης οπίου. Υπέθεσε ότι οι 85.000 Βιρμανοί χρήστες οπίου ήταν οικογενειάρχες και σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού ο μέσος όρος μιας βιρμανικής οικογένειας ανέρχεται σε περίπου πέντε άτομα. O αριθμός των ανθρώπων, που επλήγησαν από το όπιο, λοιπόν, πενταπλασιάστηκε από τον Σμίτον εύκολα και γρήγορα.

Οι εκτιμήσεις του Σμίτον δεν ήταν εντελώς αυθαίρετες. Ο ίδιος δήλωσε: «Έκανα τον κόπο να συμβουλευτώ εκείνους που είχαν μεγάλη εμπειρία από τους ανθρώπους και οι οποίοι είχαν την εμπιστοσύνη των ιερέων και των κοσμικών”, εκτός από τις εκθέσεις άλλων Βρετανών αξιωματούχων. Υπήρχαν κοινά προβλήματα σε πολλά μέρη:

  • 37 ετών, ήταν ένας ισχυρός άνθρωπος πριν από 13 χρόνια. Στη συνέχεια, εθίστηκε στο όπιο και είναι τώρα ακατάλληλος για συνήθη εργασία. Τον συντηρούν οι γονείς του και δεν κάνει τίποτα.
  • πρώην υπάλληλος του δημάρχου ... δύο χρόνια αφ’ ότου ξεκίνησε το όπιο, δεν μπορούσε να εκτελέσει τα καθήκοντά του, έτσι απολύθηκε ... και συντηρούνταν από τη σύζυγό του. Έγινε ζητιάνος και πέθανε από δυσεντερία οπίου μετά από 10 χρόνια. Θάφτηκε με έξοδα των χωρικών.
  • Άλλοι έχασαν τη δουλειά τους, και ένας σχετίστηκε με κλέφτες και διέπραξε κι  ο ίδιος κλοπή. Φυλακίστηκε πολλές φορές και πέθανε από δυσεντερία οπίου όταν ήταν 50 ετών. Θάφτηκε με έξοδα των χωρικών.

 

Ο Σμίτον είδε ένα μοτίβο, μια φθίνουσα πορεία των Βιρμανών, που ακολουθούσε την κατανάλωση οπίου. Το όπιο έβλαψε τις οικογένειες των χρηστών, τους αγαπημένους τους, τους γείτονες και τις κοινότητες.

Ο Σμίτον αναγνώρισε ότι οι έμμεσες αυτές συνέπειες δεν ήταν άμεσες αποδείξεις βλάβης. Αν και οι πλούσια περιγραφικές παρατηρήσεις μετέφεραν μια αίσθηση των τραυμάτων, που προκλήθηκαν από την κατανάλωση οπίου, ήταν γεμάτες με ασαφείς όρους. Για παράδειγμα, η φυλακή του Akyab, η μεγαλύτερη στην αποικία, έδωσε έναν μακρύ κατάλογο χαρακτηριστικών των κρατούμενων που κάπνιζαν όπιο, συμπεριλαμβανομένης της «αποστέωσης», της «αδυναμίας», της «ανικανότητας» και των «περιπλανώμενων σκέψεων». Οι τοπικοί αξιωματούχοι κατηγοριοποίησαν τους Βιρμανούς καταναλωτές οπίου με βάση τις «επιβλαβείς συνέπειες», με το αν «υποφέρουν σωματικά ή διανοητικά» ή «οδηγούνται στο έγκλημα» και αν «φημολογείται ότι είναι κλέφτες». Μια τέτοια ακατάστατη γλώσσα δύσκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα επίσημα πρακτικά.

Έτσι, ο Σμίτον αποφάσισε να δαμάσει τις δυσκίνητες λεπτομέρειες κάτω από τη γενική ετικέτα «ηθικά κατεστραμμένοι». Εξισώνει την κατανάλωση οπίου μεταξύ των Βιρμανών ως βλάβη που έγινε στις οικογένειες ή που θα συμβεί σύντομα. Κατέληξε στο τελευταίο βήμα της αξιολόγησής του, συμπεραίνοντας ότι τουλάχιστον «το 11% των οικογενειών στη Βιρμανία έχουν πατέρα που καταναλώνει όπιο». Η εκτίμηση αυτή δημοσιεύθηκε στο «Σημείωμα του Οικονομικού Επιτρόπου σχετικά με τον βαθμό κατανάλωσης οπίου στη Βιρμανία και τις επιπτώσεις του φαρμάκου στον λαό» (1891).

Οι λέξεις έχουν δύναμη. Οι αριθμοί βοηθούν. Πολύ σύντομα, οι υπολογισμοί του Σμίτον έγιναν επίσημο δεδομένο για την αποικιακή πραγματικότητα. Η βρετανική κυβέρνηση της Ινδίας αναγνώρισε, ως απόδειξη έκτακτων περιστάσεων στη Βιρμανία, ότι τουλάχιστον ένας στους 10 υπηκόους επλήγη από την κατανάλωση οπίου. Αυτό επέτρεψε την πρώτη επίσημη απαγόρευση της λαϊκής κατανάλωσης στη Νοτιοανατολική Ασία υπό ευρωπαϊκή κυριαρχία. Η φράση του Σμίτον «ηθικά κατεστραμμένοι» χρησίμευσε ως επίσημη επικεφαλίδα σε στατιστικούς πίνακες, που απαριθμούσαν και ταξινομούσαν τους Βιρμανούς καταναλωτές οπίου. Η γλώσσα αιχμαλώτισε περαιτέρω τη φαντασία των ανώτερων γραφειοκρατών και των πολιτικών της βρετανικής αυτοκρατορίας καθώς επίσης και των μέσων ενημέρωσης, των ακτιβιστών και των κοινωνικών μεταρρυθμιστών. Μερικοί, όπως ο βουλευτής Joshua Rowntree, το γιόρτασαν ως έγκυρη δήλωση ενός εμπειρογνώμονα για τους κινδύνους του οπίου για τους μη Ευρωπαίους. Στη Βιρμανία, έγραφε ο Rowntree, «το έγκλημα είναι η επίδραση της κατανάλωσης οπίου, και όχι η αιτία». 

Άλλοι διαφώνησαν. «Δεν νομίζετε ότι ο τίτλος "Σωματικά ή ηθικά κατεστραμμένοι" είναι υπερβολικός;» Ο Σμίτον κλήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1893 από μια Βασιλική Επιτροπή Οπίου, η οποία βρήκε «εξωφρενική την υπόθεση» ότι το όπιο οδήγησε στο έγκλημα ή σε τάσεις για έγκλημα; Μήπως, πρότεινε η επιτροπή, ήταν το αντίστροφο; Μήπως οι εγκληματίες είναι πιο επιρρεπείς στη χρήση οπίου και η Βιρμανία να αντιμετωπίζει απλώς υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας γενικά;

Ο Σμίτον απάντησε χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις: «Αυτό που ονομάζετε αποτέλεσμα είναι η αιτία». Στη Βιρμανία, επέμεινε, «το έγκλημα είναι η επίδραση της κατανάλωσης οπίου και όχι η αιτία».

Τι μπορούμε να καταλάβουμε γι’ αυτό τον άνθρωπο; Ως άτομο, ο Σμίτον δεν ήταν ούτε ανίκανος ούτε κακεντρεχής. Ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη την εποχή, ήταν οικονομικός επίτροπος της Βιρμανίας, είχε υπηρετήσει στην ινδική δημόσια διοίκηση για περισσότερα από 20 χρόνια, αργότερα υπηρέτησε ως μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου της Βιρμανίας, και μετά τη συνταξιοδότησή του έγινε βουλευτής του Σέρλινγκ, στη Σκωτία. Ο Σμίτον ήταν επικριτής της βρετανικής πολιτικής οπίου στην Ασία, δήλωνε μέλος ενός ενάρετου κατά κάποιο τρόπο «τάγματος της αντιπολίτευσης». Πίστευε ότι είχε βοηθήσει στην προστασία του λαού της Βιρμανίας πείθοντας τον επικεφαλής επίτροπο της αποικίας να απαγορεύσει το όπιο. Σε ομιλία του ενώπιον της Εταιρείας για την Καταστολή του Εμπορίου Οπίου, ο Σμίτον εξήγησε αργότερα:

«Όταν ο Σερ Μακένζι έλαβε την έκθεσή μου, κατάλαβε ότι υπήρχε ανάγκη για δραστικές ενέργειες ... Θεωρούσε την υπόθεση τόσο ισχυρή, το κακό τόσο μεγάλο και την καταστροφή, που επέφερε στους νέους της χώρας, τόσο σοβαρή, που η απαγόρευση ήταν απαραίτητη».

Ωστόσο, υπάρχει ένα είδος εμπάθειας σε αυτό που έκανε ο Σμίτον. Η ετικέτα που δημιούργησε προσδιόρισε έναν ολόκληρο λαό ως επιρρεπή στην ηθική καταστροφή με έναν τρόπο που βασιζόταν στο ρατσισμό. Στιγμάτισε τους Βιρμανούς περιγράφοντας την κατανάλωση οπίου ως κάτι που οδηγεί σε επαίσχυντη αδυναμία και ταλαιπωρία με τρόπους που δεν ίσχυαν για τους Ευρωπαίους. Επιπλέον, ο όρος «ηθικά κατεστραμμένοι», δεν περιέγραφε σωστά το πρόβλημα.

Οι ιστορικοί της Νοτιοανατολικής Ασίας διαφωνούν για το πότε και πώς ξεκίνησε το κάπνισμα οπίου και αν ήταν μια δημοφιλής πρακτική πριν από την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Ωστόσο, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι το όπιο είχε ήδη μια περίπλοκη θέση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ήταν κοινό στους μετανάστες εργάτες από την Κίνα από τα τέλη του 17ου αιώνα, η οποία αρχικά είχε ως στόχο την παραγωγή κασσίτερου, χρυσού, πιπεριού και ζάχαρης για την κινεζική αγορά, και τελικά συνέβαλε στην ανάπτυξη του κινεζικού καπιταλισμού στη Νοτιοανατολική Ασία. Σημαντικές μελέτες τονίζουν πώς το όπιο ήταν ταυτόχρονα ένα εμπόρευμα πολυτελείας, ένα παυσίπονο και ένα μέσο αύξησης της παραγωγικότητας. Επίσης, στα λογοτεχνικά κείμενα και την λαϊκή σοφία, η κατανάλωση οπίου είχε από καιρό δημιουργήσει καχυποψία. 

Αλλά μέσω της αναγνώρισης και της περιγραφής ενός γραφειοκράτη, αυτό το ευρύ φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας με το όπιο στη Νοτιοανατολική Ασία περιορίστηκε και παγιώθηκε σε κάτι τραγικό και τρομερό. Μια κάποτε ανεκτή κακή συνήθεια έγινε επίσημο έγκλημα. Ο Σμίτον δεν ήταν ένας αλαζόνας άνθρωπος αλλά το διοικητικό έργο, που έκανε, προϋπέθετε ειδικές γνώσεις για την πραγματική ζωή των άλλων και την ικανότητα να μιλήσει εκ μέρους τους.

Προσωπικότητες όπως ο Σμίτον θέτουν ερωτήματα για το πώς κατανοούμε το παρελθόν και, γενικότερα, κρίνουμε τη συμπεριφορά των γραφειοκρατών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία των κρατών και των αυτοκρατοριών.

Σε ένα βαθμό, οι ενδιάμεσοι και χαμηλού επιπέδου αξιωματούχοι, που ενήργησαν, μίλησαν και έγραψαν όπως ο Σμίτον, αντιπροσωπεύουν τα βασικά γρανάζια στις κρατικές και αυτοκρατορικές μηχανές. Βοήθησαν να διατηρηθούν δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους ασιατικούς πληθυσμούς, που δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στη μητροπολιτική Ευρώπη. Αυτές οι διαφορετικές κυβερνητικές πρακτικές οδήγησαν σε κοινωνικά αποτελέσματα, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα φυλετικής διαφοράς και αποικιακής κατωτερότητας. Η Βρετανία, για παράδειγμα, είχε περιορίσει την πώληση οπίου σύμφωνα με το φαρμακευτικό νόμο του 1868, ακολουθούμενο από την απαγόρευση βάσει του νόμου για την υπεράσπιση του βασιλείου (40B) του 1916 και του νόμου περί επικίνδυνων ναρκωτικών του 1920. Αλλά τέτοιοι εθνικοί νόμοι δεν είχαν αυτοκρατορική εμβέλεια. Ομοίως, στη Γαλλία, διατάγματα ορόσημο κατά του οπίου εξαιρούσαν την Ινδοκίνα όπου, όπως ο υπουργός των αποικιών αναγνώρισε το 1916, «η αυστηρή και άμεση εφαρμογή τους ... θα έθετε σε κίνδυνο την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, μια διαταραχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη». Είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς όσον αφορά την ευθύνη, και την ενοχή. Πόση ευθύνη είχαν οι αξιωματούχοι, που «απλώς» είχαν την υποχρέωση να λειτουργεί το σύστημα, που εισήγαγαν διακρίσεις; Πόσο ηθελημένη, πόσο σκόπιμη ήταν η συμπεριφορά τους; Πόση σημασία έχει η πρόθεση; Τα γρανάζια της αυτοκρατορικής εξουσίας θα είχαν κινηθεί διαφορετικά, αν οι αξιωματούχοι είχαν ενεργήσει διαφορετικά;

Στα γραφειοκρατικά συστήματα, υπάρχουν φαινομενικά ήσσονος σημασίας αξιωματούχοι, που ασκούν τεράστια εξουσία.

Σε άλλο επίπεδο, οι γραφειοκράτες είναι προϊόντα της εποχής τους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890, όταν ο Σμίτον καθόριζε το «ηθικά κατεστραμμένο» στη Βιρμανία, οι επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τις εθιστικές ιδιότητες του οπίου εξακολουθούσαν να εξελίσσονται. Σε αυτό το σημείο, η γερμανική φαρμακευτική εταιρεία Bayer είχε αρχίσει να πωλεί το εξαιρετικά εθιστικό συνθετικό διακετυλομορφίνη, με την εμπορική ονομασία της ηρωίνης. Τα διεθνή συστήματα ελέγχου των ναρκωτικών, που αναγνωρίζουμε σήμερα, με τη «σωστή» προσέγγιση για τον περιορισμό του νόμιμου οπίου για ιατρική χρήση, δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί. Η συνεδρίαση της Επιτροπής Οπίου της Σαγκάης το 1909 και η Διεθνής Σύμβαση Οπίου στη Χάγη το 1912 - γεγονότα ορόσημο για την πολυμερή συνεργασία κατά του εμπορίου οπίου - θα συνέβαιναν μετά από μια δεκαετία. Είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε ότι αυτό, που τώρα αντιλαμβανόμαστε ως κίνδυνο και ανηθικότητα των ναρκωτικών, δεν ήταν προφανές για τους ανθρώπους στο παρελθόν και μπορούμε να αναρωτηθούμε: γνωρίζοντας αυτό που ήξεραν, ήταν οι αποφάσεις και οι ενέργειές τους λογικές, ήταν ηθικές; Τι ήταν προβλέψιμο τότε, και πόσο οι δικές μας προκαταλήψεις, διαμορφώνουν τις επιλογές μας;

Αυτές είναι οι ουσιώδεις λεπτομέρειες πίσω από αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας James Scott το 1998 αποκάλεσε για την γραφειοκρατία ότι «μοιάζει σαν ένα κράτος». Μέσα στα γραφειοκρατικά συστήματα, αποικιακά και άλλα, υπάρχουν φαινομενικά δευτερεύοντες αξιωματούχοι, που ασκούν τεράστια εξουσία - πάνω από την παραγωγή λέξεων, αριθμών, αληθειών και αναληθειών, που εμφανίζονται στα κυβερνητικά αρχεία. Μπορούν, επίσης, να κατασκευάσουν ιστορικά γεγονότα – όπως την κακή συνήθεια του καπνίσματος οπίου στη Νοτιοανατολική Ασία ως έγκλημα – που αναφέρονται επίσημα κι είναι διαθέσιμα για μαζική κατανάλωση, χειραγώγηση και ως όργανα.

Η διακριτική εξουσία εντός των γραφειοκρατιών έχει συνήθως αρνητική χροιά, από την παραπλάνηση των ανωτέρων και την αποφυγή ευθυνών, μέχρι την αύξηση του πλούτου και την ολοκληρωτική διαφθορά. Ωστόσο, η διακριτική ευχέρεια, που έχουν οι αξιωματούχοι σε καθημερινή βάση, στοχεύει στην άμβλυνση των μικρών εντάσεων, την κάλυψη κενών στην πληροφόρηση, την διαχείριση αιφνίδιων κρίσεων, προκειμένου να διατηρηθεί η λειτουργία του κράτους. Τα βαρετά καθήκοντα της τήρησης αρχείων και της γραφειοκρατίας μπορούν να γίνουν ερμηνευτικές πράξεις, καθώς οι φορείς προβληματίζονται με τα αντικείμενα, που χρήζουν ρύθμισης και αυτοπροσδιορίζονται, γιατί το έργο τους είναι σημαντικό, απαραίτητο και όντως πολύτιμο. 

Ο πολιτικός θεωρητικός Bernardo Zacka δείχνει πώς, στα δημοκρατικά κράτη, οι χαμηλόβαθμοι γραφειοκράτες αναπτύσσουν ηθικές διαθέσεις ενώ εργάζονται σε δύσκολα περιβάλλοντα με αντικρουόμενες κανονιστικές απαιτήσεις.  «Ως εργαζόμενοι πρώτης γραμμής στις δημόσιες υπηρεσίες, είναι καταδικασμένοι να είναι μάρτυρες ορισμένων από τα πιο πιεστικά προβλήματα της κοινωνίας χωρίς να είναι εξοπλισμένοι με τους πόρους ή τις αρχές, που απαιτούνται, για την οριστική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Οι ηθικές διαστάσεις της διοικητικής εργασίας είναι πιο δύσκολο να διακριθούν σε περιβάλλοντα, όπως ένα αποικιακό κράτος, που θεσμοθετεί επίσημα τις φυλετικές, εθνοτικές και ταξικές ανισότητες. Ωστόσο, όσο περισσότερο εξετάζουμε το έργο των ατόμων, που εκτελούν καθημερινή κρατική διοίκηση, τόσο περισσότερο είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουμε μια μορφή ηθικής υπηρεσίας που έχει νόημα με έναν άβολο τρόπο. Όσο καλύτερα κατανοούμε τα δυσεπίλυτα προβλήματα, που αγωνίζονται να λύσουν, τόσο περισσότερο καταλήγουμε να αντιμετωπίζουμε την εφευρετικότητα και τη δημιουργικότητα που μπορούν να ασκήσουν οι γραφειοκράτες», γράφει στο βιβλίο του «Όταν το κράτος συναντά τον πολίτη».

Αλλά γιατί είναι αυτό ανεπιθύμητο; Γιατί είναι δυσάρεστο να βρίσκεις κάτι «καλό» σε «κακούς» παράγοντες; Η κριτική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων μας βοηθά να αποφύγουμε να καταλάβουμε γιατί ακριβώς αισθανόμαστε έτσι για τους κρατικούς υπαλλήλους; Αυτές είναι ερωτήσεις για το πώς να κρίνουμε τους άλλους και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Είναι εύκολο είτε να καταδικάσουμε είτε να συγχωρήσουμε. Είναι επίσης δελεαστικό να αποσυρθούμε εντελώς, είτε για να αποφευχθεί η προσωπική δυσφορία των ισχυρών συναισθημάτων ή οι ακατέργαστες αποπλανήσεις του ηθικού σχετικισμού. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη γκρίζα ζώνη στο μεταξύ. Αυτός ο χώρος είναι ανησυχητικός, και μάλιστα δύσκολος χώρος για να σκεφτείς και να αισθανθείς. Ωστόσο, σε σύγκριση με τις εναλλακτικές λύσεις, σίγουρα η πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση είναι να αμφισβητήσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις πριν τολμήσουμε να κρίνουμε τους άλλους. Είναι το είδος της ενσυναίσθησης με την οποία θα θέλαμε να ελπίζουμε ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν εμάς και το ρόλο μας στις δικές μας δύσκολες στιγμές.

Πηγή