Κατά τη διάρκεια της
γερμανικής Κατοχής εκτός από την κάλυψη των δαπανών για τη διαβίωση των
γερμανικών στρατευμάτων, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δώσει στους Γερμανούς
ένα σημαντικό ποσό ως δάνειο, μέρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε και για
τον πόλεμο στη Βόρεια Αφρική.
Ο Ξενοφών Ζολώτας είχε αποκαλύψει (Ο απόρρητος φάκελος του δανείου,
«Το Βήμα», 2 Ιουνίου 1991) ότι «ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε
αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ' Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά
είχε δώσει εντολή και είχε αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους».
Η Ελλάδα από τη λήξη του Πολέμου δεν έπαυσε να «υπενθυμίζει» στη
Γερμανία την εκκρεμότητα του κατοχικού δανείου. Το 1964 συγκροτήθηκε και
επιτροπή νομικών, η οποία αποφάνθηκε ότι τα κατοχικά δάνεια αποτελούν
συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, άσχετη με τις επανορθώσεις και
αποζημιώσεις.
Ακόμη και επί Κατοχής ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα
Αλντερπουργκ, με γραπτό υπόμνημά του στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών,
τον Ιούλιο 1964, είχε αναφέρει ότι η οφειλή της Γερμανίας στην Ελλάδα
από το δάνειο ανερχόταν σε 200 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή σε 400 εκατ.
σταθερά μεταπολεμικά μάρκα.
Η πρώτη επίσημη ανακίνηση του θέματος του δανείου έγινε το 1964, με
εντολή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, από τον καθηγητή Αγγελο
Αγγελόπουλο σε φορολογικό συνέδριο στο Αμβούργο. Ο διευθυντής του
γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Ράινχαρτ του απάντησε ότι το 1958 η
κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις για το
κατοχικό δάνειο με αντάλλαγμα γερμανικό δάνειο 200 εκατ. μάρκων!
Ο Ράινχαρτ επιβεβαίωσε αυτή την εκδοχή με επιστολή στον Γεώργιο
Παπανδρέου, η οποία κατέληγε: «Υπό τας προϋποθέσεις αυτάς δεν πιστεύω
ότι η ελληνική κυβέρνησις, επικαλούμενη τη συμφωνία της Ρώμης θα ηδύνατο
να επιτύχει τις αξιώσεις της. Θα ήτο, επομένως, προτιμότερον να μη
επανέλθει επί της υποθέσεως».
Ο Αγγελόπουλος ερεύνησε το θέμα στους εμπιστευτικούς φακέλους των
συνομιλιών Αντενάουερ - Καραμανλή. Δεν υπήρχε αναφορά σε παραίτηση
Καραμανλή. Οι Γερμανοί απάντησαν ότι ήταν προφορική!
Δώδεκα φορές οι κυβερνήσεις ανακίνησαν το θέμα του κατοχικού δανείου
μετά την ενοποίηση της Γερμανίας. Τελευταία φορά, το 2001, η κυβέρνηση
Σημίτη συγκρότησε επιτροπή, η οποία συνέταξε υπόμνημα που επιδόθηκε στον
καγκελάριο Σρέντερ. Ο αείμνηστος καθηγητής Γιώργος Παπαδημητρίου που
μετείχε στην επιτροπή περιέγραψε την αντίδραση των Γερμανών: «Σαν να
υψώθηκε μπροστά μας ένας γυάλινος πύργος - ξαφνικά πάγωσαν τα χαμόγελα
των συνομιλητών μας, απέκλεισαν κάθε σχετική συζήτηση».
Το ξέχασαν
Το δάνειο υπεγράφη με όλους τους τύπους, η Ελλάδα πλήρωνε αναγκαστικά
αλλά και οι Γερμανοί σύμφωνα με την πρόβλεψη άρχισαν να ξεπληρώνουν τις
οφειλές τους. Υστερα βέβαια το χρέος... έπεσε στη λήθη της ιστορίας και
το κατοχικό δάνειο ουδέποτε αποπληρώθηκε.
«Από το 1941 η Ελλάδα βίωνε έναν τρομακτικό λιμό. Ακόμα και ο
διαβόητος υπουργός προπαγάνδας των ναζί ο Γκέμπελς έγραφε στο ημερολόγιό
του για την Ελλάδα όπου «η πείνα έχει καταστεί ενδημική νόσος. Στους
δρόμους της Αθήνας οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες από εξάντληση».
Το Λονδίνο είχε κηρύξει την Ελλάδα σε επισιτιστική καραντίνα με στόχο να
πλήξει την οικονομία του Αξονα, αλλά και να υποκινήσει στην Ελλάδα την
αντίσταση.
Ο υποσιτισμός απασχολούσε τους Γερμανούς στο μέτρο που αυτός μπορούσε
να υποκινήσει λαϊκές αναταραχές. Παράλληλα και ο Μουσολίνι πίεζε τον
Χίτλερ να μειώσει τις δαπάνες κατοχής στην Ελλάδα και η κυβέρνηση
Τσολάκογλου διαμαρτυρόταν για τα υπέρογκα έξοδα κατοχής» σημειώνει ο κ.
Τάσος Ηλιαδάκης, συγγραφέας αποκαλυπτικών έργων και βιβλίων για τα
γεγονότα της εποχής.
Πότε υπεγράφη το δάνειο
Στις 14.3.1942 τερματίζεται η Συνδιάσκεψη της Ρώμης με την υπογραφή
και του κατοχικού δανείου. Τη σύμβαση υπέγραψαν οι πληρεξούσιοι της
Ιταλίας και της Γερμανίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Γκίτζι και
Αλτενμπουργκ. Στους άμεσα ενδιαφερόμενους, στην Ελλάδα δηλαδή, η
συμφωνία ανακοινώθηκε εννέα ημέρες μετά.
Σύμφωνα με αυτήν:
Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα
κατοχής 1,5 δισ. δρχ., ποσό το οποίο θα κατανέμεται εξίσου μεταξύ των
δύο Δυνάμεων Κατοχής (άρθρο 2).
Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος άνω του ποσού αυτού θα
χρεώνονται ως δάνειο στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε
δραχμές άτοκες (άρθρο 3).
Η επιστροφή των δανειακών αναλήψεων θα γίνει αργότερα (άρθρο 4).
Η συμφωνία ισχύει αναδρομικά από 1.1.1942 (άρθρο 5).
Η πρώτη τροποποίηση
«Ηταν συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, που επιβάλλεται στην
Ελλάδα. Δηλαδή είναι αναγκαστικό δάνειο. Υπόχρεος καταβολής του είναι η
Ελληνική Κυβέρνηση και όχι η Τράπεζα της Ελλάδος. Επομένως ο νόμιμος
διεκδικητής του είναι η ελληνική κυβέρνηση. Το ύψος των συνολικών
αναλήψεων και πότε αυτές θα σταματήσουν δεν προσδιορίζονται. Οι
αναλήψεις γίνονται κατά μήνα και δεν προσδιορίζεται ούτε το ύψος των άνω
του 1,5 δισ. δρχ. ποσού ούτε το για πόσους μήνες θα έπαιρναν αυτά οι
Αρχές Κατοχής» εξηγεί ο κ. Ηλιαδάκης. «Η χρέωση θα γίνεται σε δραχμές.
Οι δραχμές όμως αυτές αντιστοιχούσαν σε εντελώς καθορισμένο ποσό μάρκων
που ήδη είχαν απαιτήσει οι Γερμανοί από την ΤτΕ η οποία υποχρεώνεται
''όπως ρυθμίζει κατά τοιούτον τρόπον την επάρκειαν του χαρτονομίσματος
εις δραχμάς ώστε να εξασφαλισθή μηνιαίως, διά τας ανάγκας του γερμανικού
στρατού, ποσόν 25 εκ. μάρκων''. Επομένως η απαίτηση είναι σε μάρκα και
το 1,5 δισ. δρχ. της συμφωνίας της Ρώμης δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα
25 εκ. μάρκα».
Ο αδηφάγος πληθωρισμός όμως εξανέμιζε το ποσό του 1,5 δισ. δρχ. και
τελικά η συμφωνία από 2 Δεκεμβρίου 1942 θα τροποποιηθεί «κοινή
συναινέσει». Ετσι το 1,5 δισ. δρχ. θα γίνει 8 δισ., τα οποία θα
αναπροσαρμόζονται με κινητή τιμαριθμική κλίμακα από τα αγαθά που
κατονομάζει. Επομένως τα άνω των 8 δισ. δρχ. ποσά, όπως αυτά
προσδιορίζονται από την τροποποίηση, θα χρεώνονται ως δάνειο. Τα
δανειακά ποσά που ήδη είχαν πάρει, όπως και αυτά που θα πάρουν μέχρι την
31.3.1943, θα αρχίσουν να εξοφλούνται από τον Απρίλιο του 1943 με
δόσεις.
Συνεπώς το αρχικό αναγκαστικό δάνειο μεταπίπτει σε κανονικό συμβατικό
δάνειο και τα ποσά είναι σε σταθερό νόμισμα. «Τα δανειακά ποσά
σταματούν την 1.4.1943, οπότε αρχίζει η άτοκος επιστροφή τους. Επειδή οι
δανειακές αναλήψεις δεν σταμάτησαν, αν και πραγματοποίησαν δέκα εννέα
επιστροφές (19), οπότε και σταμάτησαν την καταβολή των υπολοίπων. Από
τότε το δάνειο καθίσταται έντοκο λόγω υπερημερίας», υπογραμμίζει ο κ.
Ηλιαδάκης για την περίοδο που οι ναζί πλήρωναν μεν τις δόσεις του χρέους
τους, αλλά έπαιρναν αναγκαστικά όλο και περισσότερα.