Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση δημοσίευσε η
Αlpha Bank στο πρόσφατο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της,
όπου γίνεται -μεταξύ πολλών άλλων ενδιαφερόντων θεμάτων- αναφορά σε
έκθεση της Credit Suisse σχετικά με το πόσο
επηρεάστηκε κατά την περίοδο της κρίσης (2008-2015) ο πλούτος των νοικοκυριών σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα λοιπόν με την Credit Suisse κατά
τη συγκεκριμένη περίοδο, το μέσο νοικοκυριό έχασε το 4,3% του καθαρού
του πλούτου (χρηματοοικονομικός πλούτος συν μη χρηματοοικονομικός
πλούτος, μείον δανεισμός ιδιωτών στις τράπεζες) στη Γερμανία, το 9,9%
στην Ιρλανδία, το 14,9% στην Ιταλία, το 18,8% στην Ισπανία, το 20,2%
στην Πορτογαλία και το 28,9% στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, στο Οικονομικό Δελτίο της
Alpha Bank σχολιάζεται πως «η πτώση αυτή (της Ελλάδας) είναι η
μεγαλύτερη ανάμεσα στις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης και ακολουθούν η
Πορτογαλία και η Ισπανία, ενώ η Γερμανία σημειώνει τις μικρότερες
απώλειες».
Αξιοσημείωτο είναι πως η επίδοση της
Ελλάδας συγκρίνεται κυρίως με χώρες είτε του λεγόμενου «φτωχού
Ευρωπαϊκού Νότου», είτε με χώρες που αναγκάστηκαν και αυτές να μπουν σε
καθεστώς μνημονίου (Ιρλανδία).
Πάντως, αν κάποιος εξετάσει με
μεγαλύτερη προσοχή τα πράγματα, διαπιστώνει πως είναι πολύ χειρότερα απ”
ότι προκύπτει από την ανάγνωση των προαναφερόμενων αριθμών. Και αυτό
γιατί:
Πρώτον, ο πλούτος και οι καταθέσεις είναι πολλαπλάσιος του εισοδήματος:
Σε αντίθεση με τις άπειρες συζητήσεις
που έχουν διεξαχθεί σε πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα για το πόσο
μειώθηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις, ελάχιστη κουβέντα έγινε για το
πόσο έχει απαξιωθεί ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών.
Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο πλούτος
ως νούμερο είναι πολλαπλάσιο του ετήσιου εισοδήματος και συχνά απαιτεί
τις αποταμιεύσεις μιας ή και περισσότερων γενεών για να δημιουργηθεί.
Δηλαδή, μια πτώση 30% του πλούτου
αποτελεί πολύ πιο δυσάρεστη εξέλιξη από μια υποχώρηση κατά 30% στο
ετήσιο εισόδημα ενός νοικοκυριού.
Δεύτερον, οι «φτωχοί συγγενείς» είχαν
τις μεγαλύτερες απώλειες: Σε σύγκριση με τις άλλες εξεταζόμενες χώρες
της Ευρωζώνης, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό όχι μόνο έχασε κατά την
περίοδο 2008-2015 το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου του, αλλά επιπλέον
ήταν και το φτωχότερο απ” όλα, ήδη από το 2008! Δηλαδή ξεκινήσαμε ως οι
«φτωχοί συγγενείς» το 2008 και γίναμε ακόμη πιο φτωχοί κατά το χρονικό
διάστημα που ακολούθησε.
Τρίτον, οι ξένοι ανακτούν χαμένο έδαφος,
ενώ εμείς συνεχίζουμε να χάνουμε: Τα νοικοκυριά των άλλων χωρών έχουν
ήδη εδώ και κάποια χρόνια αρχίσει να ανακτούν μέρος του χαμένου πλούτου
τους, ενώ όπως όλα δείχνουν ο πλούτος του ελληνικού νοικοκυριού
συνεχίζει να υποχωρεί μέσα στο 2015 και πολύ πιθανόν η τάση αυτή να
επιβεβαιωθεί και την επόμενη χρονιά.
Οι κυριότεροι λόγοι αυτής της εξέλιξης
είναι η συνεχιζόμενη αρνητική πορεία του ΑΕΠ (πρόβλεψη για -1,3% στο
προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2016), και οι δυσμενείς προβλέψεις για
την μελλοντική εξέλιξη στις τιμές των οικιστικών ακινήτων.
Τέταρτον, το ποσοστό πτώσης της
περιουσίας ενδεχομένως να είναι υψηλότερο από το καταγραφόμενο: Αυτό
πιθανότατα οφείλεται στο χαμηλό όγκο των συναλλαγών που παρατηρείται σε
πολλά εγχώρια περιουσιακά στοιχεία.
Πέμπτον, η ρευστότητα είναι πολύ
περιορισμένη: Το χαρτοφυλάκιο του μέσου ελληνικού νοικοκυριού
διακρίνεται για την πολύ περιορισμένη ρευστότητά του. Για παράδειγμα,
παρατηρούνται ελάχιστοι όγκοι συναλλαγών στα ακίνητα. Επίσης, υπάρχει
αδυναμία αγοράς μετοχών (capital controls), αλλά και προ των capital
controls η εμπορευσιμότητα ήταν ιδιαίτερα μικρή στις περισσότερες
μετοχές του ΧΑ. Δεν επιτρέπεται σήμερα η αγορά ή πώληση ομολόγων, ενώ
υπάρχει φυσικά απαγόρευση εξαγωγής συναλλάγματος, αλλά και ανάληψης
μετρητών άνω των 420 ευρώ εβδομαδιαίως από τις τράπεζες.
Έκτον, υπάρχει ζήτηση διάρθρωσης:
Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν πολύ
μεγαλύτερη έκθεση σε μη χρηματοοικονομικό πλούτο σε σύγκριση με τα
νοικοκυριά άλλων χωρών, παράγοντας που οφείλεται στην εντονότατη εστίαση
που παρατηρείται στις επενδύσεις ακινήτων.
Η συγκεκριμένη διάρθρωση περιορίζει σε
βάθος χρόνου τη ρευστότητα του χαρτοφυλακίου και περιορίζει τη
δυνατότητα για ενεργή διαχείρισή του και προσαρμογή στις εκάστοτε
μεταβαλλόμενες εξελίξεις.