Τον τελευταίο καιρό, ο χρυσός έχει γίνει βασικό θέμα στα μέσα ενημέρωσης. Το ενδιαφέρον για το κίτρινο μέταλλο έχει αναζωπυρωθεί ύστερα από πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια της Γερμανίας και άλλων χωρών για τον επαναπατρισμό των αποθεμάτων τους σε χρυσό από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, όπου είχαν μετακινηθεί σε διάφορες χρονικές στιγμές.
Έντονες συζητήσεις έχουν ήδη αρχίσει σχετικά με το πόσο υπεύθυνα κεντρικές τράπεζες και υπουργεία οικονομικών 'αποθήκευαν' τα αποθέματα χρυσού που τους είχαν ανατεθεί. Αναφέρονται επίσης υποψίες ότι τελικά υπάρχουν μικρότερες ποσότητες χρυσού από ότι έχει αναφερθεί επίσημα. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία σύμφωνα με την οποία ουσιαστικά δεν έχει απομείνει καθόλου χρυσός στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες ...
1. Δημοπρασίες χρυσού, ή η κορυφή του παγόβουνου
Για πάνω από τέσσερεις δεκαετίες, οι κεντρικές τράπεζες πουλάνε τα αποθέματα χρυσού τους. Έχουν χρησιμοποιηθεί δύο τύποι «διάθεσης»: α) δημοπρασίες μετάλλων β) μυστικές διαδικασίες.
Η απλούστερη και πιο προφανής μέθοδος είναι οι δημοπρασίες χρυσού, που το 1975 ανήλθαν σε 36.700 τόνους από τα στοιχεία των επίσημων αποθεματικών όλων των χωρών και τους διεθνείς οργανισμούς στον κόσμο. Αυτό αντιπροσωπεύει την ορατή 'κορυφή του παγόβουνου'. Οι δημοπρασίες άρχισαν αμέσως αφότου καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού το 1970. Όλες οι δημοπρασίες χρυσού από τα επίσημα αποθέματα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
1. τις πρώτες δημοπρασίες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αυτές οι δημοπρασίες οργανώθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
2. τις δημοπρασίες από τις κεντρικές τράπεζες, στο πλαίσιο της λεγόμενης «Washington Gold Agreement», η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το φθινόπωρο του 1999, και
3. Τις μεμονωμένες δημοπρασίες από επιμέρους κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμούς σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Στη δεκαετία του 1970, οι ΗΠΑ διέθεσαν 530 τόνους και το ΔΝΤ 732 τόνους - συνολικά 1.262 τόνους. Στη δεκαετία του 1980, οι νομισματικές αρχές του κόσμου δεν έκαναν σχεδόν καμία αγορά ή πώληση χρυσού, και τα αποθεματικά τους ήταν σε μια «παγωμένη» κατάσταση.
Στη δεκαετία του 1990, οι καθαρές πωλήσεις χρυσού από τα επίσημα αποθεματικά των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών ανήλθαν σε 2.900 τόνους. Στο τέλος του 2000, τα επίσημα αποθέματα χρυσού στον κόσμο περιείχαν 3.600 τόνους λιγότερο χρυσό από ότι το 1975.
Στις αρχές του νέου αιώνα, οι πωλήσεις εκτελούνταν ήταν κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις συμφωνίες της Ουάσιγκτον. Τον Σεπτέμβριο του 1999, υπεγράφη μια συμφωνία στην Ουάσιγκτον μεταξύ 17 κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με τις πωλήσεις του χρυσού κατά τη διάρκεια πενταετούς περιόδου. Στη συνέχεια ονομάστηκε η «Πρώτη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-1).
Επισήμως, δηλώθηκε ότι η συμφωνία αυτή είχε ως στόχο να ελέγχει την πώληση χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες, ώστε να μην μειωθεί η αγορά χρυσού. Στην πραγματικότητα, ο στόχος ήταν ο αντίθετος - να υποχρεώσει τις κεντρικές τράπεζες να πωλήσουν το μέταλλο από τα αποθεματικά τους, προκειμένου να διατηρήσουν τις τιμές του χρυσού σε χαμηλά επίπεδα. Το Σεπτέμβριο του 2004, η συμφωνία επαναπροσδιορίστηκε μέσα από νέους κανόνες πώλησης - ονομάστηκε η «Δεύτερη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-2).
Τέλος, το Σεπτέμβριο του 2009, υπεγράφη η «Τρίτη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-3). Η Ελβετία έχει πουλήσει τις μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού ως μέρος των Συμφωνιών αυτών (1.300 τόνοι). Μετά την Ελβετία ακολουθούν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία. Ανάμεσα σε άλλες χώρες είναι και η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ο μέσος ετήσιος όγκος καθαρών πωλήσεων των κεντρικών τραπεζών από 2001-2009 ισοδυναμεί με 385 τόνους.
Το 2009, ωστόσο, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης, υπήρξε μια στροφή στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών: στράφηκαν από πωλητές χρυσού σε αγοραστές. Αυτή η αλλαγή ήταν μια προσπάθεια να έρθει μια ισορροπία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο είχε πουλήσει 403 τόνους χρυσού από τα αποθεματικά του μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 και Δεκεμβρίου 2010.
Συνολικά, στα χρόνια μετά την κατάρρευση του κανόνα του χρυσού, πωλήθηκαν περίπου 6.500 τόνοι χρυσού από τα επίσημα αποθέματα (καθαρές πωλήσεις), το οποίο έχει μειώσει τα επίσημα αποθέματα κατά περίπου 18 τοις εκατό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα αποθέματα αυτά είναι πλέον μόνο ελαφρώς πάνω από 30.000 τόνους.
2. Οι δημοπρασίες χρυσού αποτελούν κλοπή
Μια λεπτομερής ανάλυση γύρω από τις διαδικασίες πωλήσεων χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες δείχνουν ότι οι συναλλαγές εκτελούνται όταν θα είναι πιο επικερδείς για τον πωλητή και όχι τον αγοραστή.
Μεταξύ του 1999 και 2002, όταν η αγορά χρυσού ήταν στο χαμηλότερο σημείο της, σε σύγκριση με τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, η Τράπεζα της Αγγλίας πούλησε περισσότερο από το ήμισυ των επίσημων αποθεμάτων χρυσού της χώρας σε 17 δημοπρασίες, σχεδόν 400 τόνους χρυσού. Η απόφαση για την πώληση έγινε από τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γκόρντον Μπράουν.
Κατά την έναρξη των πλειστηριασμών, υπήρχαν 715 τόνοι χρυσού στα αποθεματικά της χώρας και, στο τέλος, λίγο πάνω από 300 τόνοι. Τα έσοδα από τις πωλήσεις χρυσού μετατράπηκαν σε αμερικανικά δολάρια, ευρώ και γιεν. Μια έρευνα σχετικά με την υπόθεση αυτή ξεκίνησε το 2010. Κατά τη χρονική στιγμή της έρευνας (την άνοιξη του 2010), η τιμή του χρυσού ήταν περισσότερο από τέσσερις φορές υψηλότερη από τότε που εκτελέστηκαν οι δημοπρασίες (1.250 δολάρια για μία ουγγιά, σε αντίθεση με 256 έως 296 δολάρια).
Αποδείχθηκε ότι από τότε, οι ζημίες από την πώληση του χρυσού είχαν φτάσει τα GBP 7 δισ περίπου. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μεταξύ 1999 και 2001, Αμερικανός υπουργός Οικονομικών ήταν ο Larry Summers, ο οποίος ήταν σε στενή επαφή με τον Γκόρντον Μπράουν και τον πίεζε να αποφασίσει να προβεί σε πωλήσεις χρυσού.
Το παράδειγμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποδεικνύει αδιαμφισβήτητα ότι οι δημοπρασίες αυτές δεν είχαν ζητηθεί από τις νομισματικές αρχές ή τους ανθρώπους της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά από τους αγοραστές, οι οποίοι προτιμούν να μένουν αφανείς.
3. Η δεκαετία του 1990: μυστικές διεεργασίες για να αφαιρεθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών
Στη δεκαετία του 1990, σύμφωνα με ορισμένους εμπειρογνώμονες, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να χρησιμοποιούν ενεργά τα αποθέματα χρυσού τους ώστε να παρέχουν χρυσό με μίσθωση (ένα είδος πίστωσης). Αυτό κρατήθηκε κρυφό από το ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετών και των κυβερνήσεων!
Ένας από τους κύριους στόχους αυτών των μυστικών διαδικασιών ήταν να καταστείλουν την τιμή του χρυσού, η οποία εμμέσως συνέχιζε να ανταγωνίζεται το δολάριο ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, η οικονομική ολιγαρχία (οι ιδιοκτήτες των πιεστηρίων του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος) χρειαζόταν ένα ισχυρό δολάριο για την ενεργή αγορά περιουσιακών στοιχείων σε όλο τον κόσμο (αυτή είναι η όλη ουσία της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής «παγκοσμιοποίησης»). Πολλοί αποκάλυψαν τα σχέδια της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας, στην οποία υπάγονται και οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου με τα δικά τους συμφέροντα.
Η οργάνωση GATA (Gold Anti-Trust Action) είχε συσταθεί με σκοπό την αποκάλυψη των μυστικών επιχειρήσεων του «κατρέλ χρυσού». Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες της GATA, το καρτέλ είχε ως στόχο να αυξήσει την τιμή του χρυσού ώστε να μειωθούν τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών. Το καρτέλ αποτελείται από την Federal Reserve Bank, την Τράπεζα της Αγγλίας, τράπεζες της Wall Street (κυρίως την τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs), και μια σειρά από άλλες τράπεζες και χρηματοοικονομικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών. Για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών, συμμετείχαν επίσης οι κεντρικές τράπεζες και άλλων χωρών (η Bundesbank και η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, για παράδειγμα) μαζί με εταιρείες εξόρυξης.
Ακόμη και μια αξιόπιστη οργάνωση, όπως η Fields Mineral Services Gold (GFMS), η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την εξόρυξη χρυσού, αναγνώρισε ότι στην αρχή του 21ου αιώνα, περίπου 5.000 τόνοι χρυσού, που αναφέρονται στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών δεν βρίσκονται στην κατοχή τους. Ο James Turk, γνωστός ειδικός σε θέματα χρυσού, χρησιμοποιώντας τόσο νομισματικές όσο και τελωνειακές στατιστικές της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε αυτές τις δύο χώρες, και μόνο, οι μυστικές διαρροές χρυσού από τα επίσημα αποθεματικά μεταξύ των ετών 1991 και 2002 ανέρχονται σε 7.287 τόνους.
4. Τα λογιστικά τεχνάσματα των κεντρικών τραπεζών
Εάν οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης πραγματικά προχωρούσαν σε 'εκμίσθωση' των φυσικών αποθεμάτων τους, δεν θα ήταν αναγκασμένες να αποκαλύπτουν πληροφορίες για τις συγκεκριμένες ποσότητες χρυσού που αφήναν τα θησαυροφυλάκιά τους.
Σύμφωνα με έγγραφο από την ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τη στατιστική επεξεργασία των συναλλαγματικών διαθεσίμων του ευρωσυστήματος, οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για την υποβολή στοιχείων δεν απαιτούν από τις κεντρικές τράπεζες να διαφοροποιούν μεταξύ του χρυσού στα χρηματοκιβώτια τους και του χρυσού που εκμισθώνονυ ή ανταλλάσσουν.
Το έγγραφο αναφέρει ότι, «αντιστρέψιμες συναλλαγές σε χρυσό δεν έχουν καμία επίπτωση στο επίπεδο του νομισματικού χρυσού, ανεξάρτητα από το είδος της συναλλαγής (π.χ. πράξεις ανταλλαγής χρυσού, repos, καταθέσεις ή δάνεια), σύμφωνα με τις συστάσεις που περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΤ» . Ως εκ τούτου σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές, οι κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να συνεχίσουν να περιλαμβάνουν αυτές τις ποσότητες χρυσού στον ισολογισμό τους, ακόμη και αν έχουν ανταλλαχθεί ή εκμισθωθεί. Αυτό φαίνεται ήδη στον τρόπο με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης αναφέρονται στα αποθέματα χρυσού τους.
Η βρετανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, αποκαλεί στο αποθεματικό της ως «Χρυσός (συμπεριλαμβανομένων ποσοτήτων που έχει ανταλλαχθεί και με τη μορφή δανείου)». Αυτή είναι η ακριβής διατύπωση που χρησιμοποιείται σε επίσημες δηλώσεις. Αυτό επίσης συμβαίνει και στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και την ΕΚΤ, οι οποίες αναφέρονται στα αποθέματα χρυσού τους ως «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων σε χρυσό», «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού που ανταλλάχθηκε» και «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων και χρυσό που ανταλλάχθηκε».
Πολύ λίγες κεντρικές τράπεζες έχουν διευκρινίσει στις εκθέσεις τους ακριβώς ποιο είναι το ποσοστό των επίσημων αποθεμάτων τους σε χρυσό, και τι ποσοστό έχει δανειστεί ή ανταλλαχθεί και ούτω καθεξής. Μάλλον θα κάνει κακό στη φήμη μιας κεντρικής τράπεζας, εάν παραδεχθεί ότι έχει προχωρήσει σε χρηματοδοτική μίσθωση των αποθεματικών της σε χρυσό σε μεσάζοντες οι οποίοι στη συνέχεια, το πωλούν στην Κίνα, για παράδειγμα. Ωστόσο, οι αριθμοί μας οδηγούν στην υπόθεση ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Είναι πιθανό ότι ο χρυσός των κεντρικών τραπεζών έχει εξαφανιστεί και οι μεσάζοντες που το πούλησαν δεν έχουν καμία πραγματική πιθανότηταν να το πάρουν πίσω.
Πηγή
Έντονες συζητήσεις έχουν ήδη αρχίσει σχετικά με το πόσο υπεύθυνα κεντρικές τράπεζες και υπουργεία οικονομικών 'αποθήκευαν' τα αποθέματα χρυσού που τους είχαν ανατεθεί. Αναφέρονται επίσης υποψίες ότι τελικά υπάρχουν μικρότερες ποσότητες χρυσού από ότι έχει αναφερθεί επίσημα. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία σύμφωνα με την οποία ουσιαστικά δεν έχει απομείνει καθόλου χρυσός στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες ...
1. Δημοπρασίες χρυσού, ή η κορυφή του παγόβουνου
Για πάνω από τέσσερεις δεκαετίες, οι κεντρικές τράπεζες πουλάνε τα αποθέματα χρυσού τους. Έχουν χρησιμοποιηθεί δύο τύποι «διάθεσης»: α) δημοπρασίες μετάλλων β) μυστικές διαδικασίες.
Η απλούστερη και πιο προφανής μέθοδος είναι οι δημοπρασίες χρυσού, που το 1975 ανήλθαν σε 36.700 τόνους από τα στοιχεία των επίσημων αποθεματικών όλων των χωρών και τους διεθνείς οργανισμούς στον κόσμο. Αυτό αντιπροσωπεύει την ορατή 'κορυφή του παγόβουνου'. Οι δημοπρασίες άρχισαν αμέσως αφότου καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού το 1970. Όλες οι δημοπρασίες χρυσού από τα επίσημα αποθέματα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
1. τις πρώτες δημοπρασίες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αυτές οι δημοπρασίες οργανώθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
2. τις δημοπρασίες από τις κεντρικές τράπεζες, στο πλαίσιο της λεγόμενης «Washington Gold Agreement», η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το φθινόπωρο του 1999, και
3. Τις μεμονωμένες δημοπρασίες από επιμέρους κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμούς σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Στη δεκαετία του 1970, οι ΗΠΑ διέθεσαν 530 τόνους και το ΔΝΤ 732 τόνους - συνολικά 1.262 τόνους. Στη δεκαετία του 1980, οι νομισματικές αρχές του κόσμου δεν έκαναν σχεδόν καμία αγορά ή πώληση χρυσού, και τα αποθεματικά τους ήταν σε μια «παγωμένη» κατάσταση.
Στη δεκαετία του 1990, οι καθαρές πωλήσεις χρυσού από τα επίσημα αποθεματικά των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών ανήλθαν σε 2.900 τόνους. Στο τέλος του 2000, τα επίσημα αποθέματα χρυσού στον κόσμο περιείχαν 3.600 τόνους λιγότερο χρυσό από ότι το 1975.
Στις αρχές του νέου αιώνα, οι πωλήσεις εκτελούνταν ήταν κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις συμφωνίες της Ουάσιγκτον. Τον Σεπτέμβριο του 1999, υπεγράφη μια συμφωνία στην Ουάσιγκτον μεταξύ 17 κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με τις πωλήσεις του χρυσού κατά τη διάρκεια πενταετούς περιόδου. Στη συνέχεια ονομάστηκε η «Πρώτη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-1).
Επισήμως, δηλώθηκε ότι η συμφωνία αυτή είχε ως στόχο να ελέγχει την πώληση χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες, ώστε να μην μειωθεί η αγορά χρυσού. Στην πραγματικότητα, ο στόχος ήταν ο αντίθετος - να υποχρεώσει τις κεντρικές τράπεζες να πωλήσουν το μέταλλο από τα αποθεματικά τους, προκειμένου να διατηρήσουν τις τιμές του χρυσού σε χαμηλά επίπεδα. Το Σεπτέμβριο του 2004, η συμφωνία επαναπροσδιορίστηκε μέσα από νέους κανόνες πώλησης - ονομάστηκε η «Δεύτερη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-2).
Τέλος, το Σεπτέμβριο του 2009, υπεγράφη η «Τρίτη Συμφωνία Χρυσού της Ουάσιγκτον» (WGA-3). Η Ελβετία έχει πουλήσει τις μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού ως μέρος των Συμφωνιών αυτών (1.300 τόνοι). Μετά την Ελβετία ακολουθούν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία. Ανάμεσα σε άλλες χώρες είναι και η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ο μέσος ετήσιος όγκος καθαρών πωλήσεων των κεντρικών τραπεζών από 2001-2009 ισοδυναμεί με 385 τόνους.
Το 2009, ωστόσο, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης, υπήρξε μια στροφή στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών: στράφηκαν από πωλητές χρυσού σε αγοραστές. Αυτή η αλλαγή ήταν μια προσπάθεια να έρθει μια ισορροπία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο είχε πουλήσει 403 τόνους χρυσού από τα αποθεματικά του μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 και Δεκεμβρίου 2010.
Συνολικά, στα χρόνια μετά την κατάρρευση του κανόνα του χρυσού, πωλήθηκαν περίπου 6.500 τόνοι χρυσού από τα επίσημα αποθέματα (καθαρές πωλήσεις), το οποίο έχει μειώσει τα επίσημα αποθέματα κατά περίπου 18 τοις εκατό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα αποθέματα αυτά είναι πλέον μόνο ελαφρώς πάνω από 30.000 τόνους.
2. Οι δημοπρασίες χρυσού αποτελούν κλοπή
Μια λεπτομερής ανάλυση γύρω από τις διαδικασίες πωλήσεων χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες δείχνουν ότι οι συναλλαγές εκτελούνται όταν θα είναι πιο επικερδείς για τον πωλητή και όχι τον αγοραστή.
Μεταξύ του 1999 και 2002, όταν η αγορά χρυσού ήταν στο χαμηλότερο σημείο της, σε σύγκριση με τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, η Τράπεζα της Αγγλίας πούλησε περισσότερο από το ήμισυ των επίσημων αποθεμάτων χρυσού της χώρας σε 17 δημοπρασίες, σχεδόν 400 τόνους χρυσού. Η απόφαση για την πώληση έγινε από τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γκόρντον Μπράουν.
Κατά την έναρξη των πλειστηριασμών, υπήρχαν 715 τόνοι χρυσού στα αποθεματικά της χώρας και, στο τέλος, λίγο πάνω από 300 τόνοι. Τα έσοδα από τις πωλήσεις χρυσού μετατράπηκαν σε αμερικανικά δολάρια, ευρώ και γιεν. Μια έρευνα σχετικά με την υπόθεση αυτή ξεκίνησε το 2010. Κατά τη χρονική στιγμή της έρευνας (την άνοιξη του 2010), η τιμή του χρυσού ήταν περισσότερο από τέσσερις φορές υψηλότερη από τότε που εκτελέστηκαν οι δημοπρασίες (1.250 δολάρια για μία ουγγιά, σε αντίθεση με 256 έως 296 δολάρια).
Αποδείχθηκε ότι από τότε, οι ζημίες από την πώληση του χρυσού είχαν φτάσει τα GBP 7 δισ περίπου. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μεταξύ 1999 και 2001, Αμερικανός υπουργός Οικονομικών ήταν ο Larry Summers, ο οποίος ήταν σε στενή επαφή με τον Γκόρντον Μπράουν και τον πίεζε να αποφασίσει να προβεί σε πωλήσεις χρυσού.
Το παράδειγμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποδεικνύει αδιαμφισβήτητα ότι οι δημοπρασίες αυτές δεν είχαν ζητηθεί από τις νομισματικές αρχές ή τους ανθρώπους της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά από τους αγοραστές, οι οποίοι προτιμούν να μένουν αφανείς.
3. Η δεκαετία του 1990: μυστικές διεεργασίες για να αφαιρεθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών
Στη δεκαετία του 1990, σύμφωνα με ορισμένους εμπειρογνώμονες, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να χρησιμοποιούν ενεργά τα αποθέματα χρυσού τους ώστε να παρέχουν χρυσό με μίσθωση (ένα είδος πίστωσης). Αυτό κρατήθηκε κρυφό από το ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετών και των κυβερνήσεων!
Ένας από τους κύριους στόχους αυτών των μυστικών διαδικασιών ήταν να καταστείλουν την τιμή του χρυσού, η οποία εμμέσως συνέχιζε να ανταγωνίζεται το δολάριο ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, η οικονομική ολιγαρχία (οι ιδιοκτήτες των πιεστηρίων του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος) χρειαζόταν ένα ισχυρό δολάριο για την ενεργή αγορά περιουσιακών στοιχείων σε όλο τον κόσμο (αυτή είναι η όλη ουσία της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής «παγκοσμιοποίησης»). Πολλοί αποκάλυψαν τα σχέδια της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας, στην οποία υπάγονται και οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου με τα δικά τους συμφέροντα.
Η οργάνωση GATA (Gold Anti-Trust Action) είχε συσταθεί με σκοπό την αποκάλυψη των μυστικών επιχειρήσεων του «κατρέλ χρυσού». Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες της GATA, το καρτέλ είχε ως στόχο να αυξήσει την τιμή του χρυσού ώστε να μειωθούν τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών. Το καρτέλ αποτελείται από την Federal Reserve Bank, την Τράπεζα της Αγγλίας, τράπεζες της Wall Street (κυρίως την τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs), και μια σειρά από άλλες τράπεζες και χρηματοοικονομικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών. Για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών, συμμετείχαν επίσης οι κεντρικές τράπεζες και άλλων χωρών (η Bundesbank και η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, για παράδειγμα) μαζί με εταιρείες εξόρυξης.
Ακόμη και μια αξιόπιστη οργάνωση, όπως η Fields Mineral Services Gold (GFMS), η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την εξόρυξη χρυσού, αναγνώρισε ότι στην αρχή του 21ου αιώνα, περίπου 5.000 τόνοι χρυσού, που αναφέρονται στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών δεν βρίσκονται στην κατοχή τους. Ο James Turk, γνωστός ειδικός σε θέματα χρυσού, χρησιμοποιώντας τόσο νομισματικές όσο και τελωνειακές στατιστικές της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε αυτές τις δύο χώρες, και μόνο, οι μυστικές διαρροές χρυσού από τα επίσημα αποθεματικά μεταξύ των ετών 1991 και 2002 ανέρχονται σε 7.287 τόνους.
4. Τα λογιστικά τεχνάσματα των κεντρικών τραπεζών
Εάν οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης πραγματικά προχωρούσαν σε 'εκμίσθωση' των φυσικών αποθεμάτων τους, δεν θα ήταν αναγκασμένες να αποκαλύπτουν πληροφορίες για τις συγκεκριμένες ποσότητες χρυσού που αφήναν τα θησαυροφυλάκιά τους.
Σύμφωνα με έγγραφο από την ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τη στατιστική επεξεργασία των συναλλαγματικών διαθεσίμων του ευρωσυστήματος, οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για την υποβολή στοιχείων δεν απαιτούν από τις κεντρικές τράπεζες να διαφοροποιούν μεταξύ του χρυσού στα χρηματοκιβώτια τους και του χρυσού που εκμισθώνονυ ή ανταλλάσσουν.
Το έγγραφο αναφέρει ότι, «αντιστρέψιμες συναλλαγές σε χρυσό δεν έχουν καμία επίπτωση στο επίπεδο του νομισματικού χρυσού, ανεξάρτητα από το είδος της συναλλαγής (π.χ. πράξεις ανταλλαγής χρυσού, repos, καταθέσεις ή δάνεια), σύμφωνα με τις συστάσεις που περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΤ» . Ως εκ τούτου σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές, οι κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να συνεχίσουν να περιλαμβάνουν αυτές τις ποσότητες χρυσού στον ισολογισμό τους, ακόμη και αν έχουν ανταλλαχθεί ή εκμισθωθεί. Αυτό φαίνεται ήδη στον τρόπο με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης αναφέρονται στα αποθέματα χρυσού τους.
Η βρετανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, αποκαλεί στο αποθεματικό της ως «Χρυσός (συμπεριλαμβανομένων ποσοτήτων που έχει ανταλλαχθεί και με τη μορφή δανείου)». Αυτή είναι η ακριβής διατύπωση που χρησιμοποιείται σε επίσημες δηλώσεις. Αυτό επίσης συμβαίνει και στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και την ΕΚΤ, οι οποίες αναφέρονται στα αποθέματα χρυσού τους ως «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων σε χρυσό», «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού που ανταλλάχθηκε» και «Χρυσό, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων και χρυσό που ανταλλάχθηκε».
Πολύ λίγες κεντρικές τράπεζες έχουν διευκρινίσει στις εκθέσεις τους ακριβώς ποιο είναι το ποσοστό των επίσημων αποθεμάτων τους σε χρυσό, και τι ποσοστό έχει δανειστεί ή ανταλλαχθεί και ούτω καθεξής. Μάλλον θα κάνει κακό στη φήμη μιας κεντρικής τράπεζας, εάν παραδεχθεί ότι έχει προχωρήσει σε χρηματοδοτική μίσθωση των αποθεματικών της σε χρυσό σε μεσάζοντες οι οποίοι στη συνέχεια, το πωλούν στην Κίνα, για παράδειγμα. Ωστόσο, οι αριθμοί μας οδηγούν στην υπόθεση ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Είναι πιθανό ότι ο χρυσός των κεντρικών τραπεζών έχει εξαφανιστεί και οι μεσάζοντες που το πούλησαν δεν έχουν καμία πραγματική πιθανότηταν να το πάρουν πίσω.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε το άρθρο...