Ο Άλεξ Καλλίνικος, καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου, εκδότης της επιθεώρησης «International Socialism» και μέλος της κεντρικής επιτροπής του βρετανικού SWP, μιλά στο tvxs για την κρίση στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Αναλύει τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης, το ρόλο του ΔΝΤ και τις πολιτικές πτυχές της κρίσης. Εξηγεί τις προοπτικές της αμερικανικής ηγεμονίας και τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Τέλος, περιγράφει το ρόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς και τις βασικές αρχές ενός εναλλακτικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος.
Θεωρείτε ότι η κρίση της Ευρωζώνης είναι μια κρίση που δημιουργήθηκε από την Ελλάδα;
Υπάρχουν δύο επίπεδα στην κρίση. Αρχικά, ήταν κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξαιτίας της μαζικής συσσώρευσης ιδιωτικού χρέους. Το κράτος ήρθε να σώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά, προκειμένου να το καταφέρει, δανείστηκε και ξόδεψε σε γιγαντιαία κλίμακα. Κι έτσι προέκυψε μια κρίση δημοσίου χρέους. Αυτή η κρίση είναι γενική, και όχι ελληνική. Αν κοιτάξει κανείς τη σχέση μεταξύ του ελλείμματος του προϋπολογισμού και του εθνικού εισοδήματος, το πρόβλημα είναι εξίσου μεγάλο στη Βρετανία όσο και στην Ελλάδα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η κρίση αναπτύχθηκε πρώτα στην Ελλάδα, που σχετίζονται κυρίως με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της άρχουσας τάξης να μειώσει το έλλειμμα.
Δεύτερον, αν κάποιος κοιτάξει την Ευρωζώνη, θα διακρίνει ένα βαθύ δομικό πρόβλημα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η Γερμανία, η οποία είναι μια γιγαντιαία μηχανή εξαγωγών και όπου η άρχουσα τάξη συμπιέζει βάναυσα το κόστος εργασίας την τελευταία δεκαετία. Ιδιαίτερα οι μικρότερες οικονομίες της Eυρωζώνης, οι οποίες για τη Γερμανία αποτελούν σημαντικές αγορές (τα 2/3 των γερμανικών εξαγωγών γίνονται εντός της Ευρωζώνης), αγοράζουν τα γερμανικά προϊόντα σε μεγάλο ποσοστό με χρήματα που δανείζονται κυρίως από τις γερμανικές, αλλά και από τις γαλλικές τράπεζες. Το δομικό πρόβλημα έγκειται στη συνύπαρξη αυτής της εξαιρετικά δυνατής εξαγωγικής οικονομίας με τις πιο αδύναμες οικονομίες, τις οποίες η Γερμανία χρειάζεται ως νέες αγορές, λέγοντας παράλληλα ότι «πρέπει να γίνουν σαν κι εμάς, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές» -κάτι που όμως είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Νομίζω ότι η κρίση έχει μια διάσταση παγκόσμια, αλλά και μια ιδιαίτερη, ευρωπαϊκή διάσταση. Τίποτα από τα δύο δεν είναι λάθος της Ελλάδας ή των Ελλήνων.
Προκειμένου να βρεθεί λύση στην κρίση, κλήθηκε το ΔΝΤ, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο. Την ανάμειξη του ΔΝΤ τη βλέπετε θετικά, αρνητικά ή ως αναμενόμενη εξέλιξη;
Το ΔΝΤ έχει φρικτή ιστορία στην επιβολή προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής. Υπό αυτή την έννοια, η εμπλοκή του δεν αποτελεί θετική εξέλιξη. Νομίζω ότι είναι αντανάκλαση της αδυναμίας της Ευρωζώνης. Αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν εμπιστεύονται τις δυνάμεις τους στο ότι μπορούν να επιβλέπουν τις κρατικές δαπάνες στις διάφορες χώρες. Με άλλα λόγια, η ανάμειξη του ΔΝΤ είναι συνέπεια της αποτυχίας του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό και πάλι αντικατοπτρίζει τις δομικές αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η άνιση ανάπτυξη μεταξύ της Γερμανίας και των πιο αδύναμων οικονομιών. Πρόβλημα είναι επίσης ότι, προκειμένου να λειτουργήσει μία τέτοια ένωση, πρέπει να έχει τη στήριξη ενός κράτους με τη δυνατότητα να δανείζεται, να ξοδεύει και να επιβάλει φόρους. Επειδή η ΕΕ δεν είναι κράτος, οι διαφορετικές εθνικές κυβερνήσεις κυριαρχούν στις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης. Εξ ου και κάνουμε λόγο γι’ αυτό που θέλει η Γερμανία, κι όχι αυτό που θέλει η Ευρωζώνη ή η ΕΕ. Επειδή τα πάντα κυριαρχούνται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Το ΔΝΤ, το οποίο έχει εμπειρία στο να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους κρίσεις, καλύπτει το κενό που αφήνει η αδυναμία της Ευρωζώνης.
Η κρίση είναι κυρίως οικονομική ή εντοπίζεται και στο πολιτικό επίπεδο;
Υπάρχουν πολλές διαστάσεις στην κρίση. Αν και αναπτύχθηκε στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, δεν νομίζω ότι είναι κατά πρώτο λόγο χρηματοπιστωτική κρίση. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός αντιμετώπισε μια παρατεταμένη περίοδο αργής ανάπτυξης, που προκλήθηκε από την υπερσυσσώρευση και την χαμηλή κερδοφορία. Η αυξανόμενη στροφή των μεγάλων οικονομιών προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν ένα τρόπος για να διατηρηθεί η οικονομική ανάπτυξη παρά τα υποβόσκοντα προβλήματα. Η κρίση, λοιπόν, στο οικονομικό σύστημα αντικατοπτρίζει μεγαλύτερες και βαθύτερες αντιθέσεις. Σίγουρα, όμως, έχει και μια πολιτική πτυχή, την οποία μπορούμε να διακρίνουμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Παρόλο που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers είπαν ότι αυτό είναι το τέλος του «laissez-faire, αμερικανικού τύπου καπιταλισμού», στην ουσία, οι αδυναμίες της Ευρώπης εκτέθηκαν εξίσου με εκείνες της Αμερικής. Για παράδειγμα, η έλλειψη συνεκτικότητας της Ευρώπης, το γεγονός ότι η Ευρωζώνη είναι νομισματική ένωση, αλλά όχι δημοσιονομική ένωση, η αυξημένη παρουσία των εθνών-κρατών. Άλλη μια πτυχή της πολιτικής διάστασης της κρίσης είναι ότι, παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες (ένα αυθεντικό κράτος με θέση υπεροχής στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα) είναι σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο το κύρος όσο και η δύναμή τους επλήγησαν από την κρίση. Κι αυτό είναι κάτι που εγείρει το ζήτημα της Κίνας, η οποία κατάφερε να επανέλθει από την κρίση πολύ πιο γρήγορα από την Αμερική, την Ευρώπη ή την Ιαπωνία.
Η Κίνα δανείζει στις ΗΠΑ τα χρήματα που χρειάζεται για να κάνει ό,τι θελήσει, λόγου χάρη να καταλάβει το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αν και μειώθηκαν λίγο τις τελευταίες εβδομάδες, υπήρξαν πολλές σοβαρές εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, αναφορικά με την στρατηγική που ακολούθησαν και οι δύο στην προσπάθεια να ξεπεράσουν την κρίση, επιτρέποντας την υποτίμηση του νομίσματός τους: Οι ΗΠΑ υποτίμησαν το δολάριο προκειμένου να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, αλλά οι Κινέζοι έχουν συνδέσει το νόμισμά τους με το δολάριο. Έτσι, η υποτίμηση του δολαρίου δεν βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Και η ελίτ της Αμερικής είναι πολύ θυμωμένη γι’ αυτό. Η συγκεκριμένη είναι επίσης μια σημαντική πτυχή της κρίσης: Ποιες θα είναι, δηλαδή, οι γεωπολιτικές συνέπειες για την ηγεμονία των ΗΠΑ και οι πιθανές προκλήσεις που θα υπάρξουν για την Κίνα.
Πολλοί πιστεύουν ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ τελείωσε. Αυτό είναι πολύ σοβαρό λάθος. Οι ΗΠΑ ακόμη αποτελούν πολύ ισχυρό κράτος και οικονομική δύναμη στο παγκόσμιο σύστημα. Η δουλειά του Ομπάμα δεν είναι να «κλείσει» την αμερικανική αυτοκρατορία αλλά να της παρέχει ένα πιο αποδεκτό προσωπείο και να την αναδιοργανώσει. Επομένως, στις επόμενες δεκαετίες, εκτός –αν όπως εγώ ελπίζω– ξεσπάσουν παντού επαναστάσεις, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η κυρίαρχη καπιταλιστική υπερδύναμη. Οι ΗΠΑ έχουν βέβαια να αντιμετωπίσουν την μεγάλη πρόκληση της Κίνας.
Η Κίνα για δεκαετίες θα παραμείνει αρκετά φτωχότερη οικονομία σε σχέση με τις ΗΠΑ. Όμως αναπτύσσεται. Υπάρχουν αρκετά κράτη που προσανατολίζονται προς την Κίνα, όπως χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής –οικονομίες που απολαμβάνουν οικονομική ανάπτυξη αλλά και μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων επειδή η Κίνα έχει αναχθεί στη σημαντικότερη αγορά για τις πρώτες ύλες τους. Επομένως, ο επαναπροσδιορισμός των συμμαχιών ο οποίος προέκυψε από την αλλαγή της σχετικής δύναμης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες για την αμερικανική ηγεμονία.
Κάνατε λόγο για επανάσταση. Ποιος είναι ο ρόλος και ποιες οι δυνατότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, προκειμένου να βοηθήσει τους πολίτες έναντι της σκληρής λιτότητας που καλούνται να δεχτούν για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Η αλήθεια είναι ότι η ριζοσπαστική Αριστερά είναι πολύ αδύναμη. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς μόλις απ’ το Σιάτλ και μετά, το 1999, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε από μια μακρά περίοδο ήττας και υπαναχώρησης για την Αριστερά γενικότερα. Την τελευταία δεκαετία, λοιπόν, είχαμε μία περίοδο αναγέννησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ωστόσο, αν μιλήσουμε με όρους ανάπτυξης μιας πολιτικής κίνησης, δέκα χρόνια δεν είναι μεγάλο διάστημα, ενώ η ανάπτυξη δεν ήταν γραμμική -στην Ιταλία και τη Βρετανία ιδιαίτερα, υπήρξαν σοβαρά πισωγυρίσματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, λοιπόν, είναι πως είναι αρκετά αδύναμη. Παρόλα αυτά, η οικονομική κρίση είναι ευκαιρία για τη ριζοσπαστική Αριστερά να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο και πιο ουσιαστικό ακροατήριο στην εργατική τάξη, παράλληλα με τη δράση των κοινωνικών κινημάτων. Και, μέσα από αυτό, να κερδίσει πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή. Όμως αυτό δεν θα γίνει αυτόματα. Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να προσανατολιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να κερδίσει αυτό το ακροατήριο.
Είναι αναγκαίο να έχουμε ένα αυστηρά αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για να προσφέρουμε μια εναλλακτική στον κόσμο. Όταν λέμε: «Πρέπει να αντισταθείτε. Πρέπει να αρνηθείτε τις λύσεις που σας προσφέρουν. Η Ελλάδα πρέπει να κάνει στάση πληρωμών», θα μας ρωτήσουν ποιο είναι το εναλλακτικό μας πρόγραμμα και πρέπει να έχουμε ένα καθαρό πρόγραμμα. Νομίζω, όμως, ότι είναι τεράστιο λάθος να περιορίσουμε αυτούς με τους οποίους θα συστρατευτούμε σε αυτούς που συμφωνούν με το πρόγραμμα. Διότι, δυστυχώς, ένα καλό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα τη δεδομένη στιγμή θα έχει την υποστήριξη μιας μικρής μειοψηφίας. Πρέπει να μεγαλώσουμε τις δυνάμεις μας. Να αυξήσουμε την επιρροή μας. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε με διαφορετικές ομάδες που είναι πρόθυμες να αντισταθούν ή αντιτίθενται σε πράγματα, όπως ο ρατσισμός.
Για τη Βρετανία, ποιες είναι οι βασικές γραμμές του προγράμματος αυτού;
Πρέπει να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες. Κάποιες έχουν ήδη κρατικοποιηθεί, αλλά συνεχίζουν τη λειτουργία τους όπως και πριν. Πρέπει να κρατικοποιηθούν με στόχο την κοινή ωφέλεια. Θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, κυρίως πράσινες θέσεις εργασίας, προκειμένου να τεθεί σοβαρά το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό καθένας να λαμβάνει ένα συγκεκριμένο βασικό εισόδημα, να παρέχεται αξιοπρεπής διαβίωση στους άνεργους και οικονομική ανεξαρτησία στους εργαζόμενους. Αυτά είναι λίγα μόνο από τα πράγματα που μπορούν να γίνουν. Πρέπει να περιορίσουμε τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, να αποσύρουμε τα στρατεύματά μας από το Αφγανιστάν. Ποιο είναι το νόημα ύπαρξης του ΝΑΤΟ; Η βρετανική κυβέρνηση τώρα υλοποιεί ένα πρόγραμμα ανακαίνισης των βρετανικών πυρηνικών υποβρυχίων. Και αυτό πρέπει να ακυρωθεί.
Στη Βρετανία, μετά την εκλογή τους, οι Κάμερον και Κλεγκ ανακοίνωσαν ένα αυστηρό πρόγραμμα περιορισμού του ελλείμματος. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει και να βοηθήσει στην ανόρθωση της οικονομίας;
Τα προγράμματα μείωσης του ελλείμματος είναι πολιτικές ανοησίες. Ούτε η Θάτσερ δεν θα τολμούσε να προωθήσει αυτές τις τεράστιες περικοπές, σε μία περίοδο που όχι μόνο είναι πολύ περιορισμένα τα σημάδια ανάπτυξης αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν τα σημάδια ύφεσης. Είναι παρανοϊκό, ακόμη και με τους όρους της αστικής τάξης. Επομένως, δεν νομίζω ότι η Βρετανία θα είναι ασφαλής. Ευτυχώς η κυβέρνηση δεν έχει τη λαϊκή εντολή γι’ αυτά που προτίθεται να κάνει. Οι Συντηρητικοί πήραν μόλις 36% στις εκλογές, το οποίο ήταν αποτυχία. Πριν από λίγους μήνες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι θα κερδίσουν με μεγάλη διαφορά. Οι Φιλελεύθεροι υποστήριξαν τις περικοπές αλλά υπό πολλές προϋποθέσεις, οπότε οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι δεν σχηματίζουν μία κυβέρνηση με ξεκάθαρη εντολή να περάσουν αυτά τα μέτρα. Πρόκειται για παράξενη συμμαχία, καθώς τα πολιτικά ένστικτα πολλών Φιλελεύθερων πολιτικών, ακτιβιστών και ψηφοφόρων κινούνται πιο κοντά στους Εργατικούς κι έρχονται σε αντίθεση με τους Συντηρητικούς, καθιστώντας τη συμμαχία εύθραυστη. Επομένως, πρέπει να δημιουργήσουμε ισχυρή αντίσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε το άρθρο...